ΤΟ ΠΛΑΣΤΙΚΟ ΚΟΥΚΟΥΛΙ ΜΟΥ

Γράφει η ΑΣΗΜΙΝΑ ΝΤΕΛΙΟΥ


Κάθομαι και σκέφτομαι μέρες τώρα τι να γράψω σε αυτή τη στήλη που ξεκίνησα με σκοπό να μοιράζομαι μαζί σας σκέψεις που μπορούν να μας προβληματίσουν και λίγο να μας βγάλουν από το «κουτί». Σκέφτομαι πολλές μέρες το θέμα αυτής της τροφής για σκέψη μα δεν έβρισκα κάτι να πω λες και χάθηκαν ξαφνικά οι λέξεις. Και πώς άλλωστε να σκεφτείς κάτι άλλο; Μια καθημερινή πλύση εγκεφάλου δεν μας αφήνει να σκεφτούμε κάτι περισσότερο πέρα από τον τρόμο του θανάτου που μας πλησιάζει με τη μορφή ενός αόρατου εχθρού και βγάζει έξω όλη τη φοβία μας.


Μα σήμερα νομίζω το βρήκα. Ξέρω τι θα σας πω. Θα σας μιλήσω για τον τρόπο «πλαστικοποίησης» του ανθρώπου. Δύο σκέψεις πάνω στον τρόπο που όλοι μας μεταλλασσόμαστε μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο και για το κουκούλι μέσα στο οποίο αυτοκλεινόμαστε για να προστατευθούμε.
Τα τελευταία τρία χρόνια έχω ένα παράξενο χόμπι. Παρακολουθώ τους ανθρώπους και τον εαυτό μου. Και τον εαυτό μου σε σχέση με τους ανθρώπους. Παρακολουθώ τον τρόπο που τα συναισθήματα μέσα μας μετατρέπονται σε στάση ζωής ή εγκλωβίζονται και πεθαίνουν. Το σταδιακά σφιχτό πλαίσιο που μας κυκλώνει σιγά σιγά και μας αναγκάζει να μεταμορφωθούμε σε αυτό που οι ρόλοι μας λένε ότι πρέπει να κάνουμε. Το παρατηρώ αυτό τόσο στα παιδιά όσο και στους μεγάλους και βλέπω παντού το ίδιο. Βλέπω τη σταδιακή άλωση των παιδιών από την ενήλικη μιζέρια. Βλέπω τα περιτυλίγματα μέσα στα οποία κλείνουμε όλοι μας τον εαυτό μας, για να προσαρμοζόμαστε σε ένα κοινωνικό σύνολο, που νομίζουμε ότι έτσι θα μας αποδεχτεί. Και βλέπω την αρρώστια που έρχεται και τη μαυρίλα που καλύπτει όλο αυτό . Και γι’ αυτό θέλω να μιλήσω σήμερα. Θέλω να μοιραστώ την παρατήρησή μου αυτή μαζί σας, διηγούμενη μια ιστορία. (Η ιστορία που ακολουθεί είναι φανταστική, αλλά είναι μια τυπική ιστορία που συναντάω συνέχεια και διαλέγω να με περιτυλίξω με την πλαστική μεμβράνη, γιατί ενώ δείχνει μαλακή και εύπλαστη, σε πολλά στρώματα δεν έχει καθόλου ελαστικότητα)


Από μικρή ηλικία, η οικογένεια είναι η πρώτη που με τυλίγει μέσα στα πρώτα ντύματα πλαστικού. Κάνω κάτι με το οποίο δε συμφωνούν/ανησυχούν οι γονείς μου; Οι φυσικές ενοχές μου, ντύνονται με το φόβο της απόρριψής μου από τη μητρική ή πατρική σχέση. «Πρέπει να κάνεις ότι σου λέω, να είσαι καλό παιδί, για να σ’ αγαπάω, για να μη σε παρατήσω». Νομίζω ότι σε βολεύει λίγο έτσι δεν είναι μαμά/μπαμπά, να με εκβιάζεις ότι θα φύγεις, ότι δεν θα με αγαπάς, για να σε υπακούσω… Πατάς στο φόβο μου και με κάνεις άτολμο. Με κατηγορείς κιόλας ότι φοβάμαι, μα εσύ με έμαθες να το κάνω, φοβίζοντάς με για τα πάντα. Η τιμωρία μου στερεί την αυτοπεποίθηση και δεν καταλαβαίνω και πολλές φορές τι λάθος έχω κάνει, οπότε νιώθω και την αδικία να με πνίγει. Έτσι τυλίγομαι με μια πρώτη στρώση πλαστική μεμβράνη για να προστατευθώ.


Μετά έρχεται το σχολείο, η μικροκοινωνία της τάξης. «Πρέπει να είσαι έτσι όπως είμαστε κι εμείς τα υπόλοιπα παιδιά για να είσαι αποδεκτός. Να παίζεις ο,τι παίζουν οι άλλοι, να τρώς, να ντύνεσαι, να μιλάς, όπως οι συμμαθητές σου.» Να ενσωματώνεσαι γιατί έτσι «πρέπει». Έχω κάτι διαφορετικό; Χρώμα, καταγωγή, βάρος, ύψος, διαφορετική συμπεριφορά από την αναμενόμενη από τους δασκάλους, είμαι ντροπαλός ή ζωηρός, έχω αρχηγική προσωπικότητα, δεν μου αρέσει να παίζω δημοφιλή παιχνίδια; Η ατομική διαφορετικότητα μου δεν είναι αποδεκτή και γίνομαι «ρεζίλι» ή τσακώνομαι με τους δασκάλους. Ξέρω ότι θα με κοροϊδέψουν αν δεν προσαρμοστώ στα δεδομένα της σχολικής κοινωνίας και πιέζομαι, αλλά δεν μπορώ να το πολεμήσω. Δεύτερη στρώση πλαστικής μεμβράνης τριγύρω μου. Και θυμός, θυμός που αρχίζει να συσσωρεύεται. Πολλές φορές η βία είναι η διέξοδός μου, το παιχνίδι μου για να εκτονώσω το θυμό μου. Βία στα αδέρφια μου, βία στους συμμαθητές μου, στο καράτε που πάω, στο ποδόσφαιρο, στα ηλεκτρονικά που σκοτώνω τα τέρατα μέσα μου, στα παιδικά που βλέπω.


Μεγαλώνω κι άλλο. Πάω γυμνάσιο. Λέει, μεγάλωσες πια! Ξαφνικά μέσα σε ένα χρόνο μου στερείται η παιδικότητά μου. Γιατί να παίζεις όπως τα μικρά παιδιά; Να διαβάζεις τώρα. Να κουβεντιάζεις. «Μεγαλώσαμε λέει, μας είπε η δασκάλα. Θα πρέπει να πάψουμε να παίζουμε λέει. Θα μας κοροϊδεύουν οι άλλοι.» Τα συναισθήματά μου δεν πρέπει πια να υπάρχουν. Μόνο η χαρά είναι αποδεκτή. Φοβάμαι. Μου λένε: Δεν ντρέπεσαι να φοβάσαι; Μικρό παιδί είσαι; Κλαίω. Δε ντρέπεσαι να κλαις; Ρεζιλεύομαι. Ντρέπομαι. (Τυλίγομαι με μια ακόμη στρώση πλαστικό να μη με αγγίζει τίποτα.) Πιέζομαι από τους καθηγητές, πιέζομαι από τα διαβάσματα, πιέζομαι από τους γονείς μου που θέλουν να αποφασίσω για το μέλλον μου και δεν καταλαβαίνει κανείς ότι δεν είμαι έτοιμος να πάρω τέτοιες αποφάσεις, γιατί απλά… δεν ξέρω. Αφήνομαι άλλοι να καθοδηγήσουν το μέλλον μου. Κλείνομαι στα ηλεκτρονικά παιχνίδια μου, στη μουσική μου, και μένω εκεί να εκτονώνω το θυμό μου που δεν γίνεται αποδεκτή η ατομικότητα μου και το συναίσθημά μου. Από πουθενά.


Μόνη διέξοδος μετά ο έρωτας. Ποιό θα είναι το παιχνίδι μου τώρα που μεγάλωσα; Οι συμμαθητές μου λένε οτι πρέπει να μιλάμε για γκόμενους. Έτσι είναι η ηλικία μας. Αν εμένα δε με νοιάζει; Είμαι απέξω. Κι αν μπω σε αυτό το παιχνίδι; Δεν είμαι έτοιμος, νιώθω ενοχές, ανασφάλεια. Αλλά να βγω έξω από το πλαίσιο; Θα χαθώ. Μπαίνω τελικά στο παιχνίδι γιατί μου δίνει το δικαίωμα να είμαι ενθουσιασμένος και τρελός. Και να βγω από αυτό το πλαστικό, που μου κάνει τη ζωή μου μονότονη. Είμαι νέος μου λένε, έχεις τη δικαιολογία και η ηλικία στο επιτρέπει. Μαζί όμως έρχεται και η απογοήτευση γιατί τελικά το συναίσθημα αυτό δεν διαρκεί για πάντα. Μετά από λίγο, φεύγει ο ρομαντισμός, τσακωνόμαστε συνέχεια, και βλέπω ότι ο άλλος δεν ήταν αυτό που νόμιζα. Μα εγώ τι ήθελα τελικά; Κάποιον να με βγάλει από το περιτύλιγμά μου, να με καταλάβει… Ξανά και ξανά προσπαθώ (βάζω ένα ακόμη στρώμα πλαστικό για να πολεμήσω τις απορρίψεις και την απογοήτευση). Οι φίλοι μου ακολουθούν το δρόμο τους. Μεγαλώνουμε μαζί μα αλλάζουν κι αυτοί, κάνουν επιλογές που δε με βρίσκουν σύμφωνο και απομακρύνονται ή απομακρύνομαι. (Βάζω ένα ακόμη στρώμα πλαστικό τριγύρω μου, μοναξιά πολλή έχει τελικά εδώ μέσα)


Πιάνω δουλειά και καλούμαι να αντιμετωπίσω μια κοινωνία παρόμοια με του σχολείου. Ιεραρχία, υποταγή, τρώω στη μάπα τη μιζέρια των άλλων και την κοροϊδία πίσω από την πλάτη μου. Μου φορτώνουν τα άγχη, τις ενοχές και τα κόμπλεξ τους. Αλλά το έχω μάθει πια ότι έτσι συμβαίνει και το αποδέχομαι. Απλά δεν μπορώ να συνδεθώ με κανέναν. Κάνω τη δουλειά μου και φεύγω, γιατί πρέπει κάπως να βιοποριστώ κι αυτό είναι όλο. Γυρίζω σπίτι και βουλιάζω στο ίντερνετ και στην τηλεόραση για να μην απασχολήσω με τίποτα άλλο το μυαλό μου.


Στο τέλος η κοινωνία ή η συνήθεια κερδίζει, με κάποιον συμβιβάζομαι και να, στο τέλος παντρεύομαι. Κάνω παιδιά. Ε, τώρα μεγάλωσες, είσαι μάνα, είσαι πατέρας, μου λένε! Πρέπει να είσαι έτσι κι έτσι, μια ιδανική φιγούρα. Η μάνα να φροντίζει για τα πάντα. Να έχει τον έλεγχο του σπιτιού και των παιδιών. Ο άντρας/ πατέρας να είναι ο κουβαλητής. Να δουλεύει, να φέρνει το μεροκάματο. Και εκεί αρχίζουν οι μεγαλύτερες ενοχές. Γιατί ο ρόλος με τυλίγει με ένα ακόμη στρώμα πλαστικό. Γύρω μου σφίγγουν οι υποχρεώσεις και οι ενοχές μου γιγαντώνονται. Δεν το έκανα όπως πρέπει, πλήγωσα, δεν είμαι αρκετός, είμαι κακός/κακή μάνα/πατέρας. Η γυναίκα/ Ο άντρας μου δεν εκπληρώνει το ρόλο της όπως πρέπει. Είμαι μόνος μου. Λάθη, λάθη, λάθη και ενοχές, ενοχές, ενοχές. Πνίγομαι. Κι άλλο πλαστικό περιτύλιγμα. Κι αφού πια δεν αντέχω, αρχίζω να φορτώνω ενοχές και τους άλλους. Η ανασφάλεια γιγαντώνεται. Ποια είναι η αυτοπραγμάτωσή μου; Προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις αλλά τίποτα δεν πάει όπως τα έχω σκεφτεί. Μέσα μου νιώθω ότι δεν καταφέρνω τίποτα. Πελαγοδρομώ και με αμφισβητώ κάθε μέρα και περισσότερο.


Μα να ήταν μόνο αυτά. Έρχονται κι άλλα απρόοπτα. Αρρώστιες που καλούμαι να τις διαχειριστώ και δεν ξέρω πώς να το κάνω. Έχω στηρίξει τη ζωή μου σε κάποια πρόσωπα και αυτά φεύγουν. Πεθαίνουν ή μεγαλώνουν και ακολουθούν τη ζωή τους. Έχω συνηθίσει να είμαι μάνα/ πατέρας. Σύζυγος. Με ένα πλέον μηχανικό τρόπο. Πέρασε η μισή ζωή μου, τι κάνω; Πού πάω; Ποιος είμαι; Βγάζω ψυχοσωματικά, το ρίχνω στο ποτό, και περνάω κι άλλο ένα περιτύλιγμα. Και μετά είναι και η ανασφάλεια γιατί βλέπω τους εικοσάρηδες που είναι νέοι και έχουν την ζωή μπροστά τους και εγώ βλέπω το σώμα μου, αλλάζει και δεν είμαι όπως πριν και δεν έχω διάθεση να προσπαθήσω γιατί όλο αυτό που ζω τόσα χρόνια μου έχει φάει όλη μου την ενέργεια, η δουλειά, οι υποχρεώσεις…


Πάω στο γυμναστήριο όχι για να χτίσω υγιές σώμα αλλά για ν’ αποκτήσω αυτοπεποίθηση. Αυτή που δεν έχω, γιατί κάποιοι μου είπαν ότι πρέπει να είμαι νέος, ωραίος και με κοιλιακούς φέτες κι εγώ δεν είμαι έτσι. Παίρνω την απόφαση να βγω στο δρόμο φορώντας κάτι πιο νεανικό και οι γνωστοί μου λένε «Έχεις καταλάβει οτι μεγάλωσες; Δεν είναι αυτά για την ηλικία σου.» Το κοινωνικό σύνολο με καλεί και πάλι να προσαρμοστώ σε αυτό που θέλει. Μόνη διέξοδος πάλι ο έρωτας. Λέμε κρίση της μέσης ηλικίας, και μετά πάλι η απογοήτευση. Γιατί δεν μπορεί ούτε αυτός να με βγάλει από όλο αυτό το πλαστικό περιτύλιγμα. Τρελαίνομαι για λίγο και μετά, είμαι πάλι χωμένος στο πλαστικό κουκούλι μου, ντυμένος με τις ενοχές μου που δεν κατάφερα να εκπληρώσω τις προσδοκίες των άλλων, αλλά ούτε και του εαυτού μου. Φοβάμαι και να ζητήσω βοήθεια. Βασικά ποιος μπορεί να με βγάλει από αυτό το πλαστικό κουκούλι;


Και τελικά αφήνω τον εαυτό μου να γεράσει. Αποδέχομαι τη ματαιότητα όλων αυτών που έκανα και υιοθετώ τη μιζέρια των γέρων. Τώρα που οι ρόλοι μου έχουν ολοκληρωθεί και κανείς δε με χρειάζεται, δεν έχω τι να κάνω πια. Κουτσομπολεύω όλα αυτά που κάνουν οι άλλοι κι εγώ θα ήθελα να κάνω και δε μπορώ πια γιατί όλοι μου το λένε, κι εγώ έτσι νιώθω, ότι γέρασα. Κρίνω και κατακρίνω. «Τώρα εγώ… νύχτωσε για μας πια…» λέω μίζερα. Και στο τέλος πέφτω στην γεροντική κατάθλιψη και πιάνομαι από το ότι τουλάχιστον έβγαλα λεφτά, δούλεψα τίμια, έκανα παιδιά, κάτι έκανα στη ζωή μου, να, έβγαλα κάποιους ανθρώπους έξω στην κοινωνία, και ας θυσιάστηκα εγώ, δεν πήγε η ζωή μου στράφι… Και πεθαίνω μόνος μου με το παράπονο, αφού προσπαθήσω να μεταφέρω τη μαυρίλα μου σε όποιον σταθεί λίγο δίπλα μου, γιατί δεν την αντέχω πια ούτε κι εγώ τόση μαυρίλα.


Ξέρω, δε φταις εσύ, ούτε εγώ φταίω για όλο αυτό που συμβαίνει. Μεγάλωσες σε ένα πλαίσιο όπου δεν αποφάσιζες εσύ για τη ζωή σου και κάθε τι είχε την ώρα και τον τρόπο του για να γίνεται. Έτσι αναπαράγεις στην οικογένειά σου αυτό που συνέβη σε σένα, αυτό που έχεις μάθει. Ξέρεις, έχω μελετήσει για χρόνια την παραδοσιακή κοινωνία. Στα πλαίσια της, ως άνθρωπος έπρεπε να ακολουθήσεις την πορεία των υπολοίπων, καθοδηγούμενος/η και περιοριζόμενος από το κοινωνικό πλαίσιο και το είχες καμάρι αν όλα τα έκανες με την ώρα τους και όπως έπρεπε, αλλιώς ήσουν το όνειδος της κοινωνίας. Αλλά να σου πω κάτι; Ζούμε στο 2020! Βγες πια από αυτό το κουτί που σου έχουν κλείσει το μυαλό σου! Μελετάμε το παρελθόν για να προχωρήσουμε στο μέλλον, να δούμε τα λάθη και να τα διορθώσουμε. Όχι για να μείνουμε κολλημένοι σε αυτό! Γιατί; Γιατί απλά ή θα εγκλωβιστείς, ή θα εγκλωβίσεις άλλους! Ή και τα δύο!


Να σου πω ένα μυστικό; Δεν υπάρχει καμία ώρα για τίποτα. Η μόνη ώρα είναι τώρα. Τώρα είναι η ώρα για να ερωτευτείς αν το θες, είτε είσαι 12 είτε είσαι 70. Τώρα είναι η ώρα για να αλλάξεις την εμφάνισή σου αν αυτό σε ικανοποιεί, να μάθεις , να παίξεις, να κάνεις πράγματα που ονειρεύεσαι, να τολμήσεις, να φύγεις ή να γυρίσεις, να χτυπήσεις την πόρτα του γείτονα έτσι για να πεις μια καλημέρα κι ας μην τον ξέρεις. Τώρα είναι η ώρα να μιλήσεις για όσα σε απασχολούν, να ανοίξεις την πόρτα σου να μπει φως και να ψάξεις βοήθεια αν δεν μπορείς μόνος σου να βγάλεις το περιτύλιγμά σου. Τώρα είναι η ώρα να διαλέξεις, να δοκιμάσεις, να δεις τι σου αρέσει και τι θέλεις πραγματικά, είτε είσαι 10 είτε 100. Στο λένε πολλοί αλλά αν εσύ βάζεις στον εαυτό σου μαύρα γυαλιά, δεν υπάρχει περίπτωση να το δεις ακόμη κι αν στο δείχνουν με το δάχτυλο ή στο βάζουν μπροστά στα μάτια σου.


Δεν υπάρχει επίσης καμία συνταγή για τίποτα. Η ζωή δεν είναι κέικ. Κάτι που δουλεύει σε σένα, μπορεί σε μένα να είναι παντελώς ακατάλληλο. Αλλά αν κάτι σε πιέζει, ούτε για σένα είναι κατάλληλο, κι ας προσπαθεί να σε πείσει ο εαυτός σου ή η κοινωνία ότι έτσι πρέπει να κάνεις, ότι αυτή είναι η ασφαλής οδός ή ο τρόπος που πρέπει να παίξεις το ρόλο σου. Δεν είμαστε ο ρόλος μας. Παίζουμε ένα ρόλο γιατί έτσι χρειάζεται, αλλά δεν είμαστε αυτός.


Η ζωή είναι μια συνεχόμενη σειρά από λάθη. Πείραμα, λάθος, πείραμα, κι άλλο λάθος, κι άλλο πείραμα κι άλλο λάθος μεγαλύτερο. Ξέρω, αυτό σου δημιουργεί -και μου δημιουργεί- την αίσθηση της ανασφάλειας. Αυτή η σειρά της παραδοσιακής κοινωνίας σου δίνει μια ασφάλεια, όλα γίνονται με το χρόνο τους, αλλά σου στερεί την ελευθερία σου. Και η ζωή από μόνη της σου φέρνει τόσες και τόσες περιπέτειες, που τις περισσότερες φορές ακόμη κι αν εσύ συνειδητά επιλέξεις την παραδοσιακή ασφαλή οδό, οι συνθήκες ή κάποιος άλλος θα επιλέξουν κάτι διαφορετικό στο οποίο θα κληθείς να μπεις χωρίς να έχεις επιλογή.


Άρα πρέπει να διαλέξεις. Ή θα ρισκάρεις να κάνεις το πείραμα και το λάθος, με τη δική σου συναίνεση, και να αντιμετωπίσεις τις όποιες συνέπειες, ή θα μείνεις στο περιτύλιγμά σου να πιέζεσαι.


Είναι δύο πράγματα που χρόνια προσπαθώ να πετύχω, ίσως κι εσύ. Το πρώτο, να αντέχω σε όλα αυτά που προσπαθούν οι άλλοι να μου προβάλλουν, την ιδέα που έχουν για το ποιά είμαι, πώς θα πρέπει να ζω, να αντιδρώ ή να πορεύομαι. Και το δεύτερο να μάθω τον εαυτό μου να παραδέχεται και να αντέχει ότι έκανε λάθος. Να αντέχω τη ντροπή, ή την απόρριψη, ή την κοροϊδία, ή τη γλυκερή συμπάθεια, που είναι πολλές φορές χειρότερη από την κοροϊδία. Να αντέχω ότι ξόδεψα άσκοπα χρόνο σε κάτι που με επηρέασαν άλλοι να το θέλω, αλλά δεν το ήθελα πραγματικά ή σε κάτι που δεν πήγε όπως θα ήθελα. Και να με συγχωρώ που επέτρεψα τις άσχημες συμπεριφορές των άλλων και να συνεχίζω να πειραματίζομαι, ακόμη κι αν ρισκάρω να καταστρέψω την εικόνα ή την ασφάλειά μου.


Πιστεύω όμως ακράδαντα ότι μέσα από τα διαρκή πειράματα και τις μεγαλειώδεις εκρήξεις μπορεί στο τέλος να βγει το ΕΝΑ καλό που θα αλλάξει τη ζωή πολλών ανθρώπων. Και το ότι μέσα μου θα έχω ήσυχη τη συνείδησή μου ότι προσπάθησα να απελευθερώσω τουλάχιστον έναν άνθρωπο. Τον εαυτό μου.

© DIAVLOS News (Μπεκιάρης Χρήστος)