Πέμπτη, Απρίλιος 25, 2024
Follow Us
Εν αρχή ήν ο φόβος.


από την Γεωργία Σταυριανέα 


Έκανε το χαρτάκι ένα περίτεχνο τετραγωνάκι στοιχίζοντας την κάθε άκρη του. 
Το χτύπησε πάνω στο τραπέζι μαζί με τα άλλα τρία και τα έβαλε σε ξεχωριστή τσέπη το κάθε ένα.
“Άσκηση – ψώνια - τράπεζα – φαρμακείο...” είπε κλείνοντας το μάτι στη γιαγιά, που την παρακολουθούσε ανέκφραστη από την καρώ μπερζέρα της, αμίλητη, βυθισμένη στην α(γ)νοιά της.


“΄Όπου με σταματήσει το “μπατσόνι”, θα του δείξω το ανάλογο χαρτάκι. Έχω σύστημα εγώ... Όπου θέλω θα πάω....Σιγά μη κλείσει μέσα την Ασπασία του κορώνη ο γιός....” είπε γελώντας.
“Το σύστημα μάνα, το κοροϊδεύεις μια χαρά άμα έχεις μυαλό, και η Ασπασία σου έχει μπόλικο... σιγά κιόλας το σύστημα... πλάκα μου κάνεις!” συμπλήρωσε, τακτοποιώντας στον κόρφο της ένα φυλαχτό καμφοράς.
“Θυμάσαι μάνα; έτσι με μεγάλωσες... με καμφορά και βιξ. Σοφές εποχές ρε φίλε, όχι καραντίνες, εμβόλια, αντιβιοτικά. Μπούρδες! Κόψε του μια βεντούζα να δει την υγειά του και άσε ήσυχο τον άνθρωπο... βρήκαμε τώρα, αναπνευστήρες και κουραφέξαλα. Στην τελική τα παλιά τα χρόνια και υιούς και μικρόβια είχαμε. Δεν τα βαφτίζαμε βέβαια τότε, αλλά μια χαρά γεροί είμαστε. Ααα...ετούτα τα τερτίπια είναι κόλπα της εποχής. Χειραγώγηση. Μας δουλεύουνε κι εμείς τα χάφτουμε.Τι κοιτάς ρε μάνα; 'Άδικο έχω;” ......
“ΑΨΙΟΥ” ακούστηκε ξαφνικά από τη διπλανή αυλή... “ΑΨΙΟΥ!”....
“Αμάν, το άκουσες αυτό;” τινάχτηκε η Ασπασία αλλάζοντας διάθεση.
“Άκουσες μάνα; Ο δίπλα, ο Αντρέας ήταν αυτός. Φταρνίστηκε. Ωχ!...Έβηξε κιόλας... Πέμπτη φορά σήμερα... Ο κορωνοϊός στην πόρτα μου! Παναγιά μου κράτα με έξω από το κακό” σταυροκοπήθηκε τρεις φορές. 
“Τόξερα εγώ, το περίμενα από το βλάκα... δεν πρόσεχε καθόλου, κι αν του έλεγες και καμιά κουβέντα σε κοίταζε σαν ούφο, ποιος; το καραούφο... Κάτι πρέπει να κάνω...”

Πήγε μέχρι την πόρτα η Ασπασία εμφανώς ταραγμένη. Κοντοστάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα, ενώ η γιαγιά την ακολουθούσε με το ανέκφραστο βλέμμα της. Γύρισε πίσω. Ξαναπήγε μέχρι την πόρτα και ξαναγύρισε πίσω.
“Να πάρω λες την αστυνομία; Τι θα κάνει η αστυνομία; Τίποτα δεν θα κάνει. Να πάρω στο νοσοκομείο; Θα πουν: να μείνει στο σπίτι, να κάνει πυρετό, να πάθει δύσπνοια κι έπειτα βλέπουμε...ζήσε Μάη μου δηλαδή... κι εν τω μεταξύ ο “χάρος βγήκε παγανιά μέσ' τη δική μου γειτονιά. Όπα... εδώ πρέπει να παρέμβω, όχι ότι φοβάμαι αλλά για να προστατέψω την “τάξη”...
Μαγκούφιος άνθρωπος είναι ρε μάνα. Τι περιμένεις; Αυτούς ο κορονοϊόςς τους προτιμάει να ξέρεις, τους βρίσκει ευάλωτους, άσε που είναι και άθεος.
Τις προάλλες τον είδα στο σούπερ, δεν φορούσε μάσκα, μόνο κάτι περίεργα γάντια. Γκομενίζει βλέπεις, δεν ήθελε να σκεπάσει το σέξι του χαμόγελο. ΄Αντε βρε ραμόλιο που θες και γκόμενες. Καλά να πάθεις μωρέ. Βάλε τώρα στη μούρη σου αναπνευστήρα να δούμε πόσο ωραίος θα είσαι... χα.χα.χα...
Τι λέω Παναγίτσα μου η βλαμμένη; Μια πόρτα είμαστε, θα κολλήσω κι εγώ που δεν φταίω. Ααα... δεν πάει έτσι! Αφού κανείς δεν νοιάζεται μάνα, θα πάρω την υπόθεση πάνω μου” είπε και με δυό δρασκελιές βγήκε από το σπίτι αφού πρώτα πήρε τα κλειδιά της αποθήκης.

Είδαν άξαφνα καπνό να βγαίνει από την αυλή του Αντρέα. Η Φρόσω από απέναντι είπε πως μύριζε πετρέλαιο, προφανές ήταν: “είχε τουμπάρει η σόμπα του”...
“Τσ... τσ... και μαγκούφης και απρόσεχτος , τι να περιμένει κανείς;”
Ο Αντρέας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με δύσπνοια.
Η Ασπασία τρίβοντας τα χέρια της με αντισηπτικό παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τη διάσωση πίσω από το παράθυρο.
“Χα.χα.χα...Τώρα στο νοσοκομείο θα του κάνουν όλα όσα πρέπει. Μόλις μας έσωσα από τον κόμπιτ μάνα. Όχι ότι φοβήθηκα, αλλά η “τάξη” είναι ...“τάξη”...
Τι με κοιτάς έτσι ρε μάνα;”...