Αχ ρε γιαγιά....

 

 γράφει η Γεωργία Σταυριανέα

 

Θυμάμαι σαν τώρα νάτανε, που σαν κουτάβι κούρνιαζα στην αγκαλιά σου, με τη φέτα το ψωμί να καψαλίζεται στη σόμπα, και το τσάι ν' αχνίζει στο βραστήρα. Έπειτα μέσα σε απόλυτη σιωπή, τιμώντας τη μυσταγωγία της στιγμής, δειπνούσαμε με περίσια όρεξη το καψαλισμένο ψωμί με λάδι και με ρίγανη.

  Αχ ρε γιαγιά. Τίποτα από όσα μου έλεγες δεν ήταν αλήθεια. Ενα μεγάλο παραμύθι ήτανε όλα, από αυτά που φτιάχνουν οι μεγάλοι για τα παιδικά αφτιά. Κάπου στο δρόμο χάθηκε η μαγεία, χάθηκε η κοκκινοσκουφίτσα κι έμεινε  μόνο ο κακός λύκος... τα τρία γουρουνάκια γίνανε γκουρμεδιές... και τα εφτά κατσικάκια που πάντα την έβγαζαν καθαρή από τις απερισκεψίες τους, γίνανε καραμελωμένα μπουτάκια με ταχίνι σως και ψητό μπρόκολο.

   Εσύ γιαγιά τυχερή ήσουνα, έφυγες νωρίς, τότε που ακόμα τα παιδιά για να πάνε να κοινωνήσουν τα Χριστούγενα φυλούσαν το χέρι των παππούδων ζητώντας τη συγνώμη τους.

Τότε που ακόμα ο Αγιος Βασίλης ήταν κολητός σου και σε έβαζα μέσον για να μου φέρει κάτι τι παραπάνω στις γιορτές.

Τότε που ακόμα καθισμένοι γύρω σου μικροί και μεγάλοι ακούγαμε με ευλάβεια όσα η σοφία σου μας έλεγε.

 Τότε που ζητούσαμε την ευχή σου όταν κάναμε κάποια αρχή στη ζωή μας.

 Ακόμα σε θυμάμαι ρε γιαγιά, να με σταυρώνεις πίσω από την πλάτη μου κάθε φορά που έφευγα από το σπίτι, για να μη με βρεί κακό μάτι.

 Τυχερή ήσουνα γιαγιά. Έφυγες πριν ζήσεις τη απόλυτη μοναξιά των καιρών μας.

Οι γιαγιάδες και οι παππούδες στα χρόνια μας γιαγιά ζούνε μόνοι, γιορτάζουν μόνοι , πεθαίνουν μόνοι, σιωπηλοί σαν να μη θέλουν πια να μιλούν. Γιατί και να μιλήσουν ποιός θα τους ακούσει;

Χθές γιαγιά έφυγε πολύ γέρος πια, ο φίλος σου ο κύρ Μιχάλης.

Απο κορωνοϊό είπανε αλλά κανείς δεν ξέρει την αλήθεια.

'Εφυγε μόνος, όπως μόνος έζησε τα πολλά τελευταία χρόνια του, μια και τα παιδιά του ξενητεύτηκαν στις καινούργιες ξενητειές της εποχής μας.

Δεν ήταν ο παππούς μου, ήταν όμως ο παππούς που ο κάθε άνθρωπος θα ήθελε να έχει.  Ο πατέρας που έφτιαξε μια γενιά ευαισθητοποιημένων ανθρώπων και που έφυγε έτσι λιτά όπως ακριβώς έζησε.

Τον γνώρισα μόνο μέσα από το ημερολόγιο και τις σημειώσεις του, και μέσα από τις ιστορίες τις δικές σου γιαγιά.

    «Όταν γεννήθηκες εσύ έκλαιγες, και όλοι οι άλλοι γελούσαν. Φρόντισε όταν φεύγεις για την αιωνιότητα εσύ να γελάς και όλοι γύρω σου να κλαίνε »έγραφε σε  μια από τις σημειώσεις του ο καλός σου φίλος.

  Ένας απλός άνθρωπος ήταν, ένας δάσκαλος «φύσει» και «θέσει», που κατάφερε μέσα στα δύσκολα χρόνια που μεγάλωσε να βαδίσει τον φωτεινό δρόμο που μόνο οι άγγελοι μπορούν να περπατήσουν.  Το δρόμο της αρετής και της σοφίας. 

Διαβάζοντας τις σημειώσεις του, το λεύκωμα του από το πανεπιστήμιο με τους φοιτητές εκείνων των καιρών, να του γράφουν όμορφα πράγματα, έτρεξαν μέσα μου εικόνες από τα παλιά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι βολεύονταν με ψητό ψωμί πλάι στο αναμμένο τζάκι, τότε που οι αξίες ήταν ΑΞΙΕΣ. Τότε που Χριστούγεννα ήταν η γέννηση του φωτός κι όχι των φωτισμένων μπαλκονιών. Η ταπεινή ανατολή της αγάπης μέσα σε μια παγωμένη φάτνη, κι όχι μέσα στο must σαλόνι πλάι σε μια πλαστική φάτνη πνιγμένη στα δωροκούτια.

  Ο μικρός σου φίλος  ο Μιχάλης, γιαγιά, o σπουδαίος άνθρωπος που ποτέ δεν έδρεψε τις δάφνες της σπουδαιότητας του γιατί ποτέ δεν το επεδίωξε. Η προβολή δεν ήταν αυτοσκοπός του όπως και των περισσότερων σοφών. Φρόντισε μόνο να μεταφέρει στην επόμενη γενιά, και στη μεθεπόμενη σαν παππούς πλέον, τις αξίες των χριστουγεννιάτικων ημερών, μέσα από το δρόμο της εσωτερικής αναζήτησης κι όχι από το δρόμο της ύλης και της επίδειξης. ΄Ηταν και δικός μου φίλος γιαγιά κι ας μή μπορούσαμε τον τελευταίο καιρό να επικοινωνήσουμε γιατί ζούσε στο δικό του κόσμο.

 Ένοιωσα παράξενα όταν μίλησα στο μικρό γειτονόπουλο για τους καλικάτζαρους, καθώς με κοίταξε με γεμάτο απορία βλέμμα, σαν να του έλεγα κάτι αλλοπρόσαλο, και γύρισε το βλέμμα του στο ηλεκτρονικό του παιχνίδι χαμένο στη μοναχική του συναναστροφή.

  Εξέλιξη θα μου πείτε, η ζωή τρέχει μπροστά. Μήπως όμως τρέχει σε λάθος δρόμους; Μήπως η ευθύνη μας απέναντι στα μοναχικά παιδιά των υπολογιστών και των ταμπλετομηχανών είναι ουσιαστική, και όχι απλή αποδοχή μιας πραγματικότητας στο βωμό της ανάγης των καιρών;

Φοβάμαι πως εύκολα προσαρμοστήκαμε. Εύκολα παραδοθήκαμε.

Στο άμεσο μέλλον τα παιδιά μας θα λένε (και αν τα λένε) τα κάλαντα πια μόνο με skype, και ο Άγιος Βασίλης θα στέλνει τα δώρα του με κούριερ και αντικαταβολή.

Αποφάσισα γιαγιά, να  μην αφήσω τον κύριο Μιχάλη να είναι ο τελευταίος παππούς. Λέω εμείςνα γίνουμε για τα παιδιά μας η γέφυρα προς την αθωότητα, την παράδοση, τα παλιά... το δικαιούνται...

Να μην παραδώσουμε τα παιδιά στους άγριους καιρούς που τα διεκδικούν.

Να είναι αυτή η δική μας μάχη, ο δικός μας πόλεμος.

   Καλό ταξίδι κύριε Μιχάλη, καλό παράδεισο από όλα τα εγγόνια και τα παιδιά της γενιάς μας, από αυτά που σε γνώρισαν σαν δάσκαλο, πατέρα και παππού, και από αυτά που δεν σε γνώρισαν ποτέ, μα σ’ αγαπούν μέσα από τις καρδιές όσων καλότυχων έζησαν κοντά σου.

   Και μια υπόσχεση, δεν θ’ αφήσουμε να γίνεις ο τελευταίος παππούς, γιατί όπως εσύ έχεις πει «Το ωραιότερο ποίημα δεν γράφεται, το ζεις» και το δικό σου ποίημα εμείς θα το κάνουμε τρόπο ζωής και θα το μάθουμε στα δικά μας  παιδιά και εγγόνια..

© DIAVLOS News (Μπεκιάρης Χρήστος)