Παρασκευή, Απρίλιος 19, 2024
Follow Us
Τό μαῦρο κουτί τοῦ ὀντολογικοῦ μας δυστυχήματος

της Κατερίνας Αθηνιώτη-Παπαδάκη

 

Ἐπιδιορθώνοντας τό παλαιό εικόνισμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος -ἁγιογραφηθέν τό 1939- καθώς τό ξεκολλούσαμε ἀπό τά σαρακοφαγωμένα σανίδια, τρίβονταν, ὁ μουσαμάς γινόταν σκόνη καί ἡ μισοσβησμένη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ἀπειλοῦνταν νά ἐξαφανιστεῖ. Ἐκονιορτοποιεῖτο σάν τήν τεταραγμένη ψυχή μας ἀπό καταιγιστικές «ἐντολές ἐκκενώσεως» πού κατακαίουν πιά, κατά μανιακή ἐξακολούθηση, τή ζωή μας. Ἐκκενώσεις χωριῶν, ἐκκενώσεις ἐκκλησιῶν, ἐκκενώσεις θέσεων ἐργασίας, ἐκκενώσεις συνταγματικῶν ἐλευθεριῶν, ἐκκενώσεις συνειδήσεων, ἐκκενώσεις προσώπων. Ἕνα σαράκι παράνοιας κατατρώγει καί κοντεύει νά ἐξαφανίσει τό σῶμα τοῦ πολιτισμοῦ μας.


Θυμᾶμαι πάντα τή γιαγιά, τό Κατερνάκι τοῦ Γιαλοῦ, νά παλεύει μέ νήματα γιά νά τά κάνει στρωσίδια, μνήμη πού τώρα ἔχει πάρει τή μυθική ὑπόσταση προγονικῶν μίτων, καί νά παίρνει τό πρωινό της ἀφοῦ πρῶτα φτιάξει τόν «καφέ τῆς Παναγιᾶς», δηλαδή ἀφοῦ θυμιατίσει. Σήμερα ὁ χρόνος μοιάζει νά ἔχει χάσει τή ζεστασιά του καί τήν ἱερή μοσχοβολιά του. Ὅλα τρέχουν, βιάζονται, βιάζονται, τά νήματα κόβονται, τά ροῦχα ἔχουν τρύπες, ὡς καί στόν οὐρανό τρύπες, ἀκριβῶς ὅπως ἡ μνήμη μας πού ἀφυδατώθηκε ἀπό τό ἁγίασμά της καί χάσκει πιά γυμνή στό κενό ἡ ψυχή μας.
Δέν χωρᾶ πλέον στά σπιτικά μας τό καντηλάκι ὅπου ἡσυχαστικά φώλιαζε ἡ ἀναπνοή τοῦ Θεοῦ μπολιάζοντας τόν χρόνο μας ἀθανασία. Παραχωρήσαμε τή θέση του σέ λογιῶν λογιῶν, ὅλων τῶν μεγεθῶν καί τῶν εἰδῶν, μαῦρες ὀθόνες πού δεσπόζουν στόν χρόνο μας καί κυβερνοῦν τόν νοῦ μας διασπώντας ἀκατάπαυστα τή σιωπή του. Τή μυστική σιωπή πού εἶναι θύρα τῆς βαθιᾶς καρδίας.


Ἀνοίγεις, λοιπόν, τό μαῦρο σικάτο κουτί –τοῦ ὀντολογικοῦ μας δυστυχήματος- καί σοῦ λέει τί νά σκεφτεῖς. Τόν νοῦ τόν ἔχουν ἀναλάβει οἱ «εἰδικοί» καί ἀγάλι ἀγάλι στρέφουν καί διαστρέφουν τῆς κεφαλῆς σου τήν ὁρμή. Δέν ὁρίζεις πιά οὔτε τόν πολιτισμό, οὔτε τήν ἱστορία σου. Ἕνα κουρέλι ἡ πάτρια γῆ. Σπασμένα νήματα, νοήματα, μνήμες, ρίζες. Παρελαύνουν ἐκτυφλωτικοί, ἐντυπωσιακοί καλικάντζαροι δίχως τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς φυλῆς. Ἄσελγοι, λαλίστατοι, σπουδαγμένοι, εἰδωλικοί πού ἐπικάθονται σάν τό σαράκι στή δική σου τιμή.


Ἀνοίγεις, λοιπόν, τό μαῦρο κουτί καί σοῦ λέει «κινδυνεύεις» -ἕνα παιδί σέ σηκώνει, πείνασε-, ξαναγυρίζεις, «κινδυνεύεις, ἐμβολιάσου» λέει –πάλι ζητᾶ κάτι τό παιδί, δέν καταλαβαίνεις- ἔχεις ἀπορροφηθεῖ, ἄλλωστε κινδυνεύεις, δέν προλαβαίνεις νά ἀφουγκραστεῖς πρέπει νά ἐμβολιαστεῖς. Μετά τό παιδί κλαίει, ἀντιστέκεται, δέν θέλει νά τό ἐμβολιάσεις, δέν κινδυνεύω φωνάζει, ἀλλά ἐσύ δέν ἀκοῦς, ἔχεις πιά ἀπολέσει τό μέσα σου παιδί. Δέν κινδυνεύω, σκούζει, ἐπειδή τό λέει τό μαῦρο κουτί.
Ἀλλά ἡ μαύρη ρουφήχτρα τῆς σιωπῆς σου σέ τρομοκρατεῖ, «ὁ ἰός εἶναι παντοῦ», «αὐξήθηκαν οἱ νεκροί» λέει καί διαισθάνεσαι μιά βαθύτερη ἀλήθεια. Ταράζεσαι, χύνεις τό γάλα, ὁ υἱός σου θά μείνει νηστικός. «Νά τόν ἐμβολιάσεις γιά νά ζήσει» ἀκοῦς, ἀλλά ἐσύ δέν ἔχεις γάλα. Βγαίνεις νά φέρεις ἀλλά τό κράτος-δράκος φυλᾶ τίς παροχές. Ἄχ Ἁι-Γιώργη μου, ἀπό τότε πού κατάντησε «ἐπιχείρηση» ἡ ἐλευθερία δέν ἔχω γάλα γιά τό παιδί μου. Παίρνεις νά μετρήσεις τά κουκιά, νά δεῖς ἄν βγαίνουν. Ποῦ νά βγοῦν; Τρέχουν μολυσμένα τά νερά, λιώνουν οἱ πάγοι, δέν φτάνουν τά μονοκλωνικά, πάνε, σπάνε οἱ ἰσορροπίες μας.


Μαῦρο σῆμα ἀπό τό κουτί «θέτεις σέ κίνδυνο τούς ἄλλους», λέει μέ στόμφο. Ἐσύ θέτεις σέ κίνδυνο τούς ἄλλους, αὐτοί συνεχίζουν νά παρασκευάζουν ἰούς στά ἐργαστήρια τους. Λοιπόν, «Κρούουν τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου οἱ ἐπιστήμονες». Τό «ἀλάθητο» εἶναι δικό τους ἐπίτευγμα, ἄλλωστε σέ ἀπάλλαξαν ἀπό τήν καλλιέργεια, τά πάντα πιά παρέχονται φτηνά στά σούπερ μάρκετ. Ξέχασες ἔτσι τή δυναμική καί τήν τιμή τοῦ ἐλαχίστου. «Κρούουν τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου» λέει, ξαναλέει, ζαλίζεσαι, χάνεσαι, πᾶς νά πέσεις μά ἀκοῦς ξαφνικά τό σήμαντρο τῆς ἐκκλησιᾶς. Κάνεις τό σταυρό σου, ἔχει ὁ Θεός, λές σά νά ξαναβρῆκες τή φωνή σου.
Δέν νιώθεις πιά πανταχοῦ τόν ἰό ἀλλά τόν Υἱό. Θυμίαμα πίστεως λούζει τό ἀνακαινισμένο εἰκόνισμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα στό Δεσποτικό. Μή φοβοῦ τήν κονιοτροποίηση, γνέφει, ἀποτινάζεται ἀπό πάνω σου ὅ,τι δέν ἔχει ἀλήθεια. Τό παιδί ψιθυρίζει ἀνάβοντας τό κεράκι του, πώς οἱ ἅγιοι μοιάζουν μέ ἀναμμένα κεριά. Ὅλα τά μικρά και τεταπεινωμένα σᾶς χαμογελοῦν ἀναστάσιμα. Μαμά, σέ ρωτᾶ, ὅσοι ἐμβολιάζονται σώζονται; Ὅσοι ἀγαποῦν παιδί μου, ὅσοι ἀγαποῦν σώζονται.