ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΔΑΣ ΜΝΗΜΗΣ

 

γράφει η: Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη Κατερίνα

«Τά ξωκλήσια δίπλα στά καΐκια ἤ ἀπάνω στά βράχια τῶν νησιῶν μας, πῶς ἐξηγοῦν οἱ φωτισμένοι μας τήν παρουσία τους; Διακοσμητική μήπως;»

Ζήσιμος Λορεντζάτος

 

Ἡ γιαγιά ἡ Κυριακούλα ἡ Μικρασιάτισσα, σάν ἀποδημητική χελιδόνα, φοροῦσε μαῦρα ροῦχα, τά μαλλιά της τά’χε μιά δετή φωλιά στήν κεφαλή της, πάντοτε ἤτανε συγυρισμένη μά καί πάντοτε σιωπηλή. Για τόν ξεριζωμό μέσα στούς τόσους μύθους πού μᾶς κουβάλησε ἀπό τήν Ἀνατολή, οὔτε λέξη.

Μεσάνυχτα ξέκλεψα τή μυστική θωριά της. Ἔστεκε εὐθυτενής μέ λυτά τά μακριά λευκά μαλλιά της καί σάν νά εἶχε ἀποτινάξει τό σκοτάδι δίχως τά μαῦρα της, μέσα σέ ἕνα κατάλευκο μακρύ νυχτικό φάνταζε δωρική καί μυστηριακά ψηλότερη. Γυρισμένη πρός τόν Τίμιο Σταυρό προσευχόταν λέγοντας:

«Ποιός εἶμαι;

Ἀπό ποῦ ἔρχομαι;

Ποῦ πάω;

Ποιός ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μου;

Καί ποῦ θά καταλήξω;»

Καί ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα της -ἐνῶ πάντα τήν τρόμαζε ὁ θάνατος καί μέ τό παραμικρό καλοῦσε τόν γιατρό- σηκώθηκε, νίφτηκε καί μᾶς κάλεσε νά μᾶς δείξει πού ἔχει τά ροῦχα τῆς ταφῆς πού τά’χε φερμένα ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους. «Τήν Δευτέρα θά φύγω», εἶπε. Σά ξημέρωσε ἡ Πέμπτη φώναξε τή μητέρα καί ζήτησε νερό. Καί ἔφερε νερό ἡ μητέρα. «Ὄχι τέτοιο νερό κόρη μου. Ψωμί». Καί ἔφερε ψωμί ἡ μητέρα. «Ὄχι τέτοιο ψωμί, κόρη μου». Κατάλαβε ἡ μητέρα πώς κάτι συνέβαινε καί κάλεσε τόν ἱερέα. «Αὐτό τό νερό, αὐτό τό ψωμί, ζήτησα» εἶπε καί κοινώνησε. Ἔφυγε τήν Δευτέρα, ὅπως τῆς εἶχε ἀποκαλυφθεῖ.

Μνῆμες ἁπλές μεταθέτουν τό μυστήριο μέσα μας. Τό Κατερνάκι τοῦ Γιαλοῦ -ἡ ἄλλη γιαγιά πού ζοῦσε στό νησί- εἶχε στά κάντρα κολλημένες τίς φωτογραφίες μέ τά ἐγγονάκια της.

«Τά βλέπετε; Κάθε πρωί σά κάνω τόν καφέ τῆς Παναγιᾶς -ἔτσι ἔλεγε τό θύμιασμα- ἔρχομαι καί σᾶς καλημερίζω. Ἕναν ἕναν μέ τό ὄνομά σας». Μά τί λέει ἡ γιαγιά, ἀκοῦν οἱ φωτογραφίες; ἀναρωτιόμουν. Νά περάσουν ἔπρεπε, χρόνοι πολλοί μέ διακονία καί στέρηση γιά νά ἀνοίξει ἡ ψυχή καί νά δεῖ πώς ὁ Θεός εἶναι πού ἀκούει στήν Ἅγια Πρόθεση τῆς ἀγάπης. Ἐκεῖ πού σπεύδω τώρα μέ τό πρόσφορο καί ἕναν ἔναν μέ τ’ ὄνομά σας, σᾶς καλημερίζω μέ αἰωνιότητα ζῶσα. Καί δέν εἶμαι ἐγώ, ἀλλά ἐσεῖς πού συνεχίζετε μέσα μου, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Νῦν καί Ἀεί προσευχόμενος μέσα μας.

Οἱ χρόνοι κύλησαν, μεγάλωσα, σπούδασα, εἰσῆλθα στήν ἀγορά ἐργασίας, σέ ἕναν τρόπο ἀλλότριο πού ἀκόμα πασχίζει νά κατασπαράξει τούτη τήν ἱερή παρακαταθήκη τῆς προγονικῆς μνήμης. Ἐκτιθέμενη καθημερινά σέ στεγανοποιημένο βιοπορισμό καί ἀνελέητο βομβαρδισμό ἀπό ὀρμέφυτα πάθη. Μά κάτι λυτρωτικό, σάν τόν μίτο τῆς Ἀριάδνης, σφιχτά μέ κρατοῦσε δεμένη στό κατάρτι τῆς μνήμης. Καί συγκρατοῦσε τό ἴσο τῆς βαθύτερης καρδιᾶς σέ ἄλλη ἀξιοπρέπεια:  «Ἡ ἀνταπόδοση  τῆς ἀδικίας εἶναι ἀδικία». (Σωκράτης). Ἀντί νά βλαστημῶ τό σκοτάδι πού μοῦ ἔλαχε, ἀνάβω  κερί στήν ἐκκλησία καί κάνω τήν ὕπαρξη κοινωνό χάριτος μέ «τρόπον εὐσυμπάθητον, εὐπροσήγορον λόγον, γνώμην θεοπειθῆ», ἀσκητική φιλαλήθειας καί εὐσεβείας, καθώς οἱ ἅγιοι Ἱεράρχες τῶν δικῶν μας γραμμάτων διδάσκουν. Μετουσιώνεται, μέ τόν τρόπο αὐτό σέ Κυριακοδρόμιο ὁ βίος μέ τό μυστικό σήμαντρο τῆς καρδιᾶς, «λάλον ὕδωρ» τῆς νήψης. Διότι «κατά βάθος εἶμαι ζήτημα φωτός» (Σεφέρης), διότι πάντα «τό σκοτάδι μέ χρωστάει στό φῶς» (Ἐλύτης), διότι ἡ μόνη αὐτογνωσία πού μοῦ κληροδοτήθηκε εἶναι ὅτι: «ἐτάχτηκα παιδαγωγός καί πρέπει νά ἐκφράσω τό αἰώνιο συνολικό πρόσωπο τῆς ζωῆς» (Πεντζίκης). Γιατί δέν εἶναι ἡ ρίζα μας τόπος. Δέν εἶναι ἡ ρίζα μας χρόνος. Ἡ ρίζα μας εἶναι κόσμος. Ὑψιπετής κόσμος: ἀναλισκόμενος ἱλασμός.

Ὄχι δέν στέκω «πρόστυχα ντυμένη μέ ἀπομιμήσεις νοημάτων ζωῆς» (Πεντζίκης). Ἡ δική μου μητέρα  σταύρωνε τό ρουχαλάκι πρίν μοῦ τό φορέσει. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» ἔλεγε καί ξόρκιζε τά μοδάτα ἀλλότρια  κελεύσματα τῆς φιλαυτίας κρατώντας «πάντα ἀνοιχτά πάντα ἄγρυπνα τά μάτια τῆς ψυχῆς μου» (Σολωμός).

Ψυχή, λαμπάδα ἀναστάσιμου φωτός πού δέν ἐπιτρέπει στόν θάνατο πού κατάντησε καθημερινή συνθήκη λήθης, νά ἁλώσει τήν ὕπαρξη. «Συναισθάνομαι τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ὡς προσβολή ἀπέναντι στό ἀθάνατο μέγεθος πού ἀντιπροσωπεύω» (Πεντζίκης). Μόνο μία εἶναι ἡ ἀπόκριση πού γυρεύω: «Τι ἀξίζει ἕνας ἄνθρωπος, τί θέλει καί πῶς θά δικαιολογήσει τήν ὕπαρξή του στήν Δευτέρα Παρουσία;» (Σεφέρης).

Δέν εἶναι λοιπόν διακοσμητικά τά ξωκλήσια μας. Εἶναι τῆς «πονεμένης Ρωμιοσύνης» (Κόντογλου) τά κάστρα. Μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ φυλάσσεται τό σῶμα τοῦ Ἔθνους. Τό «ὁμόγλωσσον, ὁμότροπον, ὁμόθρησκον» (Ἠρόδοτος) ἔδαφος τοῦ πολιτισμοῦ  μας. «Γιατί, καθώς ἕνας ἀητός, κάθε φορά πού θά θελήσει νά σηκωθεῖ πάνω ἀπ’ τή γῆ, ὀφείλει πρῶτα νά διανύσει μέ τά πόδια ἕνα διάστημα ἀπόλυτα ὡρισμένο, πού ἄν δέν τὤχει… μένει αἰχμάλωτος τῶν ἴδιων του φτερῶν, ἀπαράλλαχτα τό Πνεῦμα,… ἄν δέν νιώσει μέ ἕναν τρόπο κάτουθέ του κάποιο ἔξαρμα ἱστορίας πνευματικῆς ἀντάξιό του, κινδυνεύει ἀκόμα πάλι,… νά ὑποκύψει στή στενότητα τῶν στίβων, ὅθε πάσχει μέρα νύχτα νά σωθεῖ» (Σικελιανός). Ἡ δική μας ἱστορία εἶναι δάδα ἀναστάσιμη. «Ἀπ’ τά κόκκαλα βγαλμένη τῶν ἑλλήνων τά ἱερά». Κοινωνία Λειτουγική καί Εὐχαριστιακή. Μέ τήν δυναμική τοῦ ἐλαχίστου. Μέ τόν μικρό λίθο τῆς πίστης. Κάποτε εἴχαμε νά κάνουμε μέ τήν ὕβρη. Τώρα ὅμως περάσαμε στήν ἀσέλγεια τῆς ὕβρης. Στόν Γολιάθ πού μέ τόν «διονυσιασμό τῆς τεχνολογίας» (Καροῦζος) παραγιγάντωσε. 

«Τό ἔθνος νά θεωρεῖ ἐθνικόν ὅ,τι εἶναι ἀληθές» (Σολωμός).

«Τό ἀληθές δέν εἶναι χάρισμα φυλετικό ἤ ἐθνικό. Ἡ ἀλήθεια ἐκπορεύεται κατ’ εὐθεῖαν ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο» διευκρίνιζε ἕνας ἑλληνιστής πού ἔζησε στήν Λίμνη Εὐβοίας, ὁ Φίλιππος Σέρραρντ, πού πάει νά πεῖ πώς ἡ οἰκουμενικότητα τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς προσδιορίζεται ἀπό τή δίψα της γιά ἁγιότητα.

«Ἕνα καί δυό: τή μοίρα μας δέν θά τήν πεῖ κανείς.

Ἕνα καί δυό: τή μοίρα τοῦ ἥλιου θά τήν ποῦμε ἐμεῖς.

Εἴμαστε ἀπό καλή γενιά» (Ἐλύτης).

 

κείμενο της Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη Κατερίνας

Δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Πειραϊκή Ἐκκλησία» τεύχος Φεβρουαρίου 2021

© DIAVLOS News (Μπεκιάρης Χρήστος)