Πέμπτη, Απρίλιος 25, 2024
Follow Us
Πρωτοχρονιά στον Αη Λιά

 

της Γεωργίας Σταυριανέα…

Από το βιβλίο «Ένα Φιστίκι Δρόμος»

 

 


    Πληθωρική, όμορφη μ' ένα φωτεινό καλοσυνάτο χαμόγελο. Συναισθηματική, με το βλέμμα της πάντα υγρό από νοσταλγία, χαρά ή λύπη. Σοφή με της ηλικίας την εύνοια, χωρίς υπερβολή, χωρίς μεγαλόστομες ατάκες. Η θεία Σωσώ ήταν  μάνα για όλη την παρέα. Προσωπικά υπήρξα από εκείνους τους ευτυχείς, που είχαν την ευκαιρία να ακούσουν μερικές από τις συγκλονιστικές ιστορίες της. Ιστορίες που δεν ξέχασα ποτέ, ούτε τη θεία Σωσώ ξέχασα, γιατί η θεία Σωσώ δεν είναι από τους ανθρώπους που ξεχνιούνται…


Μια από τις αγαπημένες ιστορίες της:


«….Μετά τη γιορτή των Χριστουγέννων που περάσαμε με τον πατέρα μου, γυρίσαμε πίσω στο νησί. Σε λίγο το 1943 θα μας αποχαιρετούσε, θα έμπαινε ο καινούργιος χρόνος το 1944. Ελπίζαμε και πιστεύαμε πως αυτός ο χρόνος θα- ταν καλύτερος από τον περσινό. Αν και μακριά απ' τον πατέρα μου ευχόμασταν να περάσουμε μια ήσυχη μοναχική πρωτοχρονιά. Ο καιρός ήταν κρύος, μα ένας χλωμός ήλιος μας ζέσταινε με τις αδύναμες ακτίνες του μέσα από τα σύννεφα. Μέχρι που σκεφτόμασταν ανήμερα την πρωτοχρονιά να βγούμε βόλτα στην πλατεία. Όμως, ξαφνικά, ο καιρός άλλαξε. Άρχισε να πέφτει ένα ψιλό χιόνι από το απόγευμα. Όλοι ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας γύρω από το τζάκι. Περιμέναμε να υποδεχτούμε τον νέο χρόνο, αν όχι χαρούμενα, τουλάχιστον ειρηνικά. Θυμάμαι και απορώ πως κρατούν οι μνήμες μου τόσα χρόνια, εκεί κοντά στις εννιά το βράδυ μέσα στην απόλυτη ησυχία που κάποιες στιγμές την έσπαγαν οι θλιβερές φωνές του γκιόνη, ακούσαμε μια αναταραχή, μια αλλόκοτη βουή στην πλαϊνή μπασιά του χωριού. Ήταν μια νύχτα πηχτή αυτή η τελευταία του Δεκέμβρη, μια ανάσα μακριά για να πεθάνει το 1943. Παντού περιπλανιόταν μια φοβέρα στον άνεμο, λες και να καραδοκούσε ο θάνατος, ο αφανισμός. Τα δέντρα λύγιζαν από τη μανία όλων των στοιχείων της φύσης, και όντως, ο θάνατος ροβολούσε από το στενό εκείνο μονοπάτι. Δεν ήταν πιο πλατύ από μια πηχιά, σαν φιδάκι καφετί στη γύρω πρασινάδα των σκίνων. Εκείνη τη νύχτα πέθανε το πράσινο χορτάρι της ελπίδας κάτω από τις μπότες των Ούνων, από τα άξεστα δολοφονικά τους πατήματα. Η αντάρα τους ηχούσε στην άγρια νύχτα και έφτανε ως τα σπίτια, μαζί με τον αχό από τις φωνές τους στην αντιπαθητική γλώσσα τους. Και ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς, όμως αυτοί την αγνόησαν κι αν την ήξεραν, δεν τους έλεγε τίποτα.


          Πεταχτήκαν όλοι μέσα από τα ζεστά τους σπίτια έντρομοι για ν' αντικρίσουν το θάνατο με πολλές μορφές να μπαίνει στο χωριό. Ένα ομάδι φοβισμένα γυναικόπαιδα το έβλεπαν να καταφτάνει χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι, ν' αντιδράσουν με οποιονδήποτε τρόπο.


          Η μητέρα μου, ο αδελφός μου και εγώ βγήκαμε έντρομοι στο μικρό πλατύσκαλο πανικόβλητοι, ανήμποροι να κάνουμε κάτι. Είχαμε κοκαλιάσει κυριολεκτικά από το φόβο μας. Εκείνο που θυμάμαι, ήταν πως κάποιος μας τράβηξε βίαια. Ποιος; Ίσως να ήταν ο πατέρας του παιδικού φίλου μου, του Άγγελου. Εμείς δεν ξέραμε πού να πάμε, από ποιο μονοπάτι έπρεπε να φύγουμε, που θα μας έβγαζε έξω από το χωριό. Ήταν μια νύχτα άναστρη και παγωμένη. Το χιόνι μας σκαμπίλιζε τα πρόσωπα και τα δέντρα βούϊζαν με το προμήνυμα μιας συμφοράς. Και το ομάδι των έντρομων ανθρώπων έκαναν την ηρωϊκή τους έξοδο  σαν άλλοι Μεσολογγίτες, με σύμβουλο μόνο τον πανικό τους.


       Πήραμε ένα μονοπάτι παράλληλο με εκείνο που περπατούσαν οι Γερμανοί. Εμείς φεύγαμε, οι άλλοι έμπαιναν στο χωριό. Οι εχθροί φωνάζοντας, εμείς σιωπηλοί, χωρίς άχνα, παρά μόνο με μια βουβή προσευχή στα ξερά μας χείλη, που ανέβαινε ίσια πάνω στο θεό για να μας σώσει από τον κίνδυνο και να ξεφύγουμε. Ξέραμε πως όταν θα γυρίζαμε, θα βρίσκαμε τα σπίτια μας καμένα. Μα φεύγαμε για να σώσουμε τις ζωές μας και ας ήταν που θα βλέπαμε κάποια στιγμή τις φλόγες να υψώνονται πυρπολώντας όλα τα υπάρχοντά μας.


          Από μικρό κοριτσάκι πίστευα στην αθωότητα του χιονιού, μα τώρα το ένιωθα να με χτυπάει στο πρόσωπο όμοιο με άσπρα χαλίκια. Περίμενα εκείνη την πρώτη ημέρα του χρόνου για μια αισιόδοξη φύτρα, αντί όμως γι' αυτό αντιμετώπιζα το θάνατο. Η μόνη μου παρηγοριά ήταν που έβλεπα κοντά μου τη μητέρα μου και τον αδελφό μου, φοβισμένους όμως ζωντανούς.


 Πήραμε τον έναν λόφο μετά τον άλλον για να απομακρυνθούμε όσο πιο πολύ μπορούσαμε μέσα στο λόγγο, χωρίς να ξέρουμε καλά καλά για πού τραβάγαμε και πού θα φτάναμε, όταν, ξάφνου, φάνηκε μπροστά μας ένας μικρός λοφάκος, φωτισμένος σαν φάρος στην πράσινη χιονισμένη θάλασσα των σκίνων. Ένας αληθινός φάρος για ναυαγούς που είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους. Ένα θαύμα..., ένα ερημοκλήσι με τα καντήλια του αναμμένα. Κάποιος χριστιανός ίσως να το' χε τάμα να τ' ανάψει μέρα που ξημέρωνε. Η πόρτα του θυμάμαι ήταν ανοιχτή όμοια με πύλη τ' ουρανού. Όλο το τρομαγμένο ομάδι τρέξαμε και μπήκαμε μέσα κάνοντας ευλαβικά το σταυρό μας. Εκεί μας καλωσόρισε η σεπτή μορφή του Άη Λιά, χαμογελώντας στο εικόνισμα του τέμπλου δίπλα στο Χριστό. Τελικά, ένα ταπεινό εκκλησάκι είχε γίνει το λυτρωτικό μας καταφύγιο σαν από θαύμα. Από τις πέτρες που ήταν χτισμένο, έμπαινε ο αγέρας πιο φιλικός και το χιόνι δεν σκαμπίλιζε τα χλωμά και φοβισμένα πρόσωπά μας.


Κοιταχτήκαμε...Τώρα χαμογελούσαμε αισιόδοξα γιατί καμιά φλόγα δεν είδαμε να έχει σηκωθεί από το χωριό. Ο Άη Λιάς είπε και έκανε ο θαύμα του ολοκληρωμένο.


          Δεν είχαμε ρολόγια να δούμε την ώρα που άλλαζε ο χρόνος, πως αυτός ο αγύριστος Δεκέμβρης άφησε την τελευταία του ανάσα μαζί με το 1943. Το ξημέρωμα καταλάβαμε πως ο Γενάρης του νέου χρόνου μας χαμογελούσε φέρνοντας μαζί του για δώρο μια λιακάδα. Ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλον και φιληθήκαμε. Τώρα ήμασταν ήσυχοι και γαλήνιοι, είχαμε ξεχάσει πια το θάνατο.


          Το θαύμα είχε γίνει δώρο πρωτοχρονιάτικο, θεόσταλτο από τον Άη Λιά.»

 

Γεωργία Σταυριανέα…

Από το βιβλίο "Ένα Φιστίκι Δρόμος"