Πως μια επιδημία αλλάζει τη ζωή μας

της Ασημίνας Ντέλιου

 

 

Με παρακαλάει εδώ και πολλές μέρες ο Χρήστος να του γράψω μια «Τροφή για Σκέψη» αλλά όλο λέω θα το κάνω και όλο δεν το κάνω. Όχι γιατί δεν έχω χρόνο τώρα στην καραντίνα, όχι δεν ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά γιατί δεν ήξερα τι να γράψω. Τι τροφή για σκέψη να σας δώσω που όλο αυτό τον καιρό το μυαλό μας, γυρίζει γύρω από τα ίδια θέματα. Πώς θα προφυλαχτούμε, πόσοι απεβίωσαν , πόσοι τη σκαπούλαραν, και το βασικό «ΜένουμεΣπίτι». Έτσι κι εγώ ζήτησα βοήθεια. Το θέμα λοιπόν μου το έδωσε η ξαδέρφη μου η Ματούλα που είναι δασκάλα. Το έβαλε ως άσκηση στο σπίτι για τα παιδιά της πέμπτης δημοτικού που διδάσκει. Μου έδωσε κι εμένα το ίδιο θέμα για να απαντήσω και μιας και είναι και τάση των ημερών σε όλα τα κοινωνικά δίκτυα, αποδέχομαι την πρόκληση!

 

Πώς αλλάζει τη ζωή μας μια επιδημία;

 

Ας ξεκινήσω από τα προφανή. Πρώτα από όλα ξεχάσαμε οι περισσότεροι πώς είναι να πηγαίνουμε στη δουλειά το πρωί. Γονείς και παιδιά μπορούν να κοιμούνται μέχρι το μεσημέρι. Γιατί να σηκωθείς; Πόσο να καθαρίσεις ένα ήδη καθαρό σπίτι; Η αίσθηση του χρόνου χάνεται μέσα στο διαμέρισμα. Ο ήλιος ανατέλλει, μεσουρανεί, δύει και το αντιλαμβανόμαστε μόνο την ώρα που πρέπει να ανάψουμε τα φώτα…

Σκοτείνιασε; Πόσο γρήγορα πέρασε η μέρα! Και τι κάναμε; Οι περισσότεροι ασχοληθήκαμε με καμιά δουλειά στο σπίτι ή στην αυλή, χαζέψαμε στην τηλεόραση, ακούσαμε μουσική, παίξαμε παιχνίδια στον υπολογιστή και το κινητό μας και μιλήσαμε στο τηλέφωνο, το skype, το Viber, το instagram, το what’s up, (γίναμε ειδήμονες στην τεχνολογία πλέον, τα μάθαμε όλα, τα εγκαταστήσαμε και τα συναλλάζουμε για να δούμε και ποιό έχει την καλύτερη απόδοση)

Τα παιδιά περνούν περισσότερο χρόνο με τους γονείς τους, κάνουν κατασκευές, παίζουν επιτραπέζια αλλά στο τέλος βαριούνται. Κι εκεί αναλαμβάνει η τηλεόραση για να κάνει ο μπαμπάς κι η μαμά καμιά δουλειά στον υπολογιστή, αφού οι παππούδες είναι καραντίνα. Τα περισσότερα μικρότερα παιδιά βλέπουν παιδικές ταινίες και σειρές για άπειρες ώρες. Ο χρόνος γεμίζει με συναισθήματα, χρώματα και εικόνες που εναλλάσσονται με μεγάλη ταχύτητα. Τα πιο μεγάλα παιδιά το «καίνε» στα παιχνίδια του Playstation ή στα διαδικτυακά τύπου Fortnite, όπου μπορούν να συναντήσουν τους «φίλους» τους. Γι’ αυτά δεν άλλαξε κάτι, πλην του ότι δεν υπάρχει κανείς να τους παροτρύνει να βγουν έξω να παίξουν κανονικά με κάποιον φίλο τους- απαγορεύεται πια, ο παράδεισος είναι online! Οι μεγάλοι έγιναν σινεφίλ, εντρύφησαν στο Νetflix , και στις δωρεάν ταινίες και θεατρικά από το internet. H κουλτούρα δίνει και παίρνει! Τα μάτια όλων μας είναι κόκκινα και το βράδυ μας πιάνει μια υπερένταση, από την υπερέκθεση στις οθόνες, κάποιες μέρες και πονοκέφαλος. Οι περισσότεροι φίλοι μου πάνε για ύπνο μετά τις 2 το βράδυ, αρκετοί δε, κουβεντιάζουν διαδικτυακά με μηνύματα ή ζωντανά στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης μέχρι τις 5, 6, 7 το πρωί για να περάσει η ώρα. Αφού δε μπορούν να κοιμηθούν. Πώς να κοιμηθούν; Πώς να κοιμηθώ κι εγώ; Κουράστηκα; Κινήθηκα; Αγοράζουμε νύχτα και πουλάμε μέρα… Μιλάμε , αλλά δεν υπάρχουν και νέα. Άλλο αυτό. Αφού δεν κινούμαστε έξω, δεν βλέπουμε, δεν μαθαίνουμε, δεν αλληλεπιδρούμε με άλλους, δεν έχουμε και τι να πούμε, λέμε τα ίδια και τα ίδια…

 

Μαθαίνουμε πώς είναι να δουλεύει κάποιος από το σπίτι ή στο σπίτι. Προσπαθούμε να εξοικειωθούμε με τις πλατφόρμες και κάθε είδους εφαρμογές που βγήκαν για τις αιτήσεις, τα επιδόματα, τις ηλεκτρονικές ιατρικές συνταγές και τις επαγγελματικές τηλεδιασκέψεις μας. Θέλετε δε θέλετε πρέπει να μάθετε υπολογιστές πάρτε το χαμπάρι πια, στο 2020 είμαστε! Όσοι έχουν επιχειρήσεις που τις έχουν κλείσει διεκδικούν το 800άρι ή το 600άρι του κρατικού επιδόματος. Μας πιάνει η οικονομική ανασφάλεια αν βγάζαμε περισσότερα και το άγχος μη χάσουμε τη δουλειά μας με τα νέα δεδομένα τηλεεργασίας που αναδύονται σταδιακά. Αν ζούμε με τετρακόσια ευρώ, κάνουμε πάρτι που θα πάρουμε περισσότερα παρόλο που μένουμε μέσα. Οι φοιτητές νοσταλγούν τις σχολές τους και την ησυχία που απολαμβάνουν στο φοιτητικό τους σπίτι. Εκεί δε χρειάζεται να συμβιβαστούν με τα γούστα του κάθε μέλους της οικογένειας, που προσπαθεί να τα επιβάλλει στους άλλους. Η ανία τους αναγκάζει να διαβάζουν περισσότερο μέσα τις διαδικτυακές τάξεις ασύγχρονης μάθησης. Εκείνες τις βραδινές ώρες κυρίως που δεν ξέρουν τι να κάνουν. Άλλοι ξεκίνησαν να μάθουν μια ξένη γλώσσα, άλλοι παρακολουθούν τα ανοιχτά μαθήματα στο πανεπιστήμιο, άλλοι προχωρούν το μεταπτυχιακό τους και βγάζουν στόρι στο Instagram. Υπάρχουν κι εκείνοι που κάνουν υπερωρίες να διδάσκουν τους μαθητές τους στο messenger και το Skype. Αυτοί εργάζονται full time. Ίσως και περισσότερο από πριν γιατί οι μαθητές δεν μπορούν να κάνουν κοπάνα, δεν μπορούν να χαζολογήσουν μεταξύ τους και επίσης τα διαλείμματα είναι μικρά. Πόση ώρα κάνεις όταν πας στην τουαλέτα στο σπίτι (3 λεπτά) και πόση ώρα σου παίρνει το ίδιο πράγμα στο σχολείο (από ένα τέταρτο και περισσότερο μαζί με την κολλητή φυσικά!);

Η άσκηση στην επιδημία έγινε επιτακτική ανάγκη. Εκεί που κάποιος δεν είχε καμία όρεξη να κουνηθεί από τον καναπέ, ξαφνικά τον έπιασε οίστρος για να γυμναστεί. Είναι κι αυτό μια νέα τάση! Όλοι θυμήθηκαν να πάνε βόλτα το σκύλο, που ξέμενε στην αυλή να κοιτάζει τους ενοίκους του σπιτιού να πηγαινοέρχονται. Όλοι ξεκίνησαν ποδήλατο, περπάτημα, τρέξιμο, κάτι τελοσπάντων να ξεμουδιάσει το σώμα από το συνεχές καθισιό. Κάποιοι εφάρμοσαν ασκήσεις μέσα από βίντεο στο διαδίκτυο. Κάποιοι με πήραν τηλέφωνο γιατί μετά από λίγες μέρες πιάστηκαν και με ρώτησαν τι να κάνουν για να περάσει ο πόνος. Κάποιοι από υπερπροσπάθεια τραυματίστηκαν κιόλας. Όλα μέσα στο πρόγραμμα. Όλα λογικά. Το σώμα έχει ανάγκη από κίνηση. Κι οι φυλακισμένοι βγαίνουν στην αυλή της φυλακής και κάνουν γυμναστική και περπάτημα. Δεν γίνεται αλλιώς.

 

Μαζί με την επιθυμία για άσκηση έγινε τάση και η προάσπιση της ανάγκης μας να ασκήσουμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα με επιμέλεια (με τη δική μας αντίληψη περι επιμέλειας φυσικά). Στέλνουμε σε μηνύματα εικόνες και προσευχές. Αναμεταδίδουμε τα κηρύγματα φωτισμένων πατέρων. Θυμηθήκαμε το Θεό και προσευχόμαστε, εκεί που δεν ξέραμε καν τι είναι το πατερ ημών. Τον παρακαλούμε περισσότερο. Αλλά είναι συνειδητή και ελεύθερη αυτή η «μεταστροφή» μας και η σθεναρή διεκδίκησή μας να πηγαίνουμε στην εκκλησία; Ή είναι από φόβο, ώστε να μας σώσει ο Θεός και να μην κολλήσουμε κορονοϊό; Ή από ανάγκη, για να μας βοηθήσει να διαχειριστούμε τον φόβο και την μοναξιά μας; Ή από αγωνία, μήπως μαζί με τα διάφορα δικαιώματά μας που κοπήκανε βίαια, μας στερηθεί και η ελευθερία μας να προσευχόμαστε; Γιατί τόσες ώρες στο διαδίκτυο διαβάζουμε και κάποια «άκρως μυστικά» συνωμοσιολογικά άρθρα, άγνωστης προελεύσεως και αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε. Μήπως τελικά δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω και μας έχουν κλείσει στο σπίτι μας για να μας προσαρμόσουν σταδιακά σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα ολοκληρωτισμού και στέρησης της έκφρασης της ατομικότητάς μας;

Και μιας και μιλάμε για φόβο, ω, ναι, φοβόμαστε, φοβόμαστε πολύ! Φοβόμαστε το θάνατο. Είτε το δικό μας, είτε των αγαπημένων μας. Ερχόμαστε αντιμέτωποι καταπρόσωπο με την ιδέα του αναπόφευκτου τέλους που έχει τη μορφή ενός αόρατου σπόρου. Κι επειδή φοβόμαστε το αποτέλεσμα, φοβόμαστε και τους δυνητικούς φορείς του. Φοβόμαστε τους συνανθρώπους μας. Εμείς, οι Έλληνες, με το μεσογειακό ταμπεραμέντο, με τις διαχυτικές σχέσεις. Περπατάμε στο δρόμο και όταν βλέπουμε άλλους ανθρώπους απέναντί μας, μάθαμε να περνάμε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μιλάμε από απόσταση ενός μέτρου και πλέον. Κάποιοι δεν λένε ούτε καλησπέρα. Ανεβάζουν την κουκούλα και κλείνονται μέχρι τα μάτια. Μπαίνουμε στο σουπερμάρκετ και φοβόμαστε τι μπορεί να κουβαλάει αυτός που περνάει δίπλα μας, του χαμογελάμε βεβιασμένα όταν μας μιλάει και καλά καλά δεν αναπνέουμε μέχρι να βγούμε έξω. Κι όταν πάμε σπίτι, βγάζουμε όλα μας τα ρούχα και τα ρίχνουμε στα άπλυτα σαν να είχαμε πάει στα χωράφια να σκάψουμε και λερωθήκαμε, σαν να μπήκαμε στο πιο μολυσμένο μέρος. Και φυσικά απολυμαίνουμε όλα τα προϊόντα που αγοράσαμε και πλένουμε τα χέρια μας. Πολύ σχολαστικά.

 

Αλλά και τους δικούς μας, πλήν της άμεσης οικογένειας τους κρατάμε σε απόσταση. Αποφεύγουμε να τους βάζουμε μέσα στη σφαίρα οικειότητάς μας, τη σφαίρα των πενήντα εκατοστών από το σώμα μας. Σιγά σιγά τους αποξενώνουμε και το αποδεχόμαστε εκατέρωθεν αυτό για την ασφάλειά μας. Οι μοναδικοί που δεν αντιλαμβάνονται αυτή την ανάγκη για απομάκρυνση είναι τα παιδιά. Τα παιδιά δεν μπορούν να κρατήσουν αποστάσεις ασφαλείας. Έρχονται στην αγκαλιά μας, μας ακουμπάνε, ζητάνε την οικειότητα και την ασφάλεια της επαφής. Αλλά ο φόβος μας κάνει να τα βλέπουμε σαν υγειονομικές βόμβες και να απομακρυνόμαστε. Φοβίζουμε και φοβόμαστε, κι ούτε εμείς μπορούμε να διαχειριστούμε αυτή την έλλειψη, γιατί κι εμείς έχουμε ανάγκη την επαφή για να νιώσουμε ασφάλεια. Έτσι πέφτουμε με τα μούτρα σε όποιους μπορούμε να αγκαλιάσουμε, αν υπάρχει κάποιος δηλαδή μέσα στο σπίτι. Και για μένα δεν είναι τυχαίο που οι ερευνητές προβλέπουν εκτίναξη των γεννήσεων στο τέλος του έτους. Δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι μένουμε σπίτι και δεν έχουμε με τι να ασχοληθούμε, όσο με την ανάγκη μας να χωθούμε σε μια αγκαλιά για να νιώσουμε ασφάλεια, με ο,τι προεκτάσεις κι αν έχει αυτό.

 

Αναρωτιόμαστε γιατί οι παππούδες δεν παίρνουν τα απαραίτητα μέτρα περί κορωνοϊού και αντιστέκονται σθεναρά. Είναι επειδή δεν έχουν καταλάβει τι γίνεται τριγύρω ή επειδή η μοναξιά είναι χειρότερη από τον δυνητικό θάνατο, με τον οποίο λόγω ηλικίας έχουν πια συμβιβαστεί;

Για όσους δεν υπάρχουν άτομα μέσα στο σπίτι που να υπάρχει το υπόβαθρο της ουσιαστικής σχέσης, αυτοί περνάνε δύσκολα. Μέσα σε ένα σπίτι μπορεί να υποχρεωθούν να μείνουν πέντε αλλά λόγω της έλλειψης επικοινωνίας μεταξύ τους, ο καθένας να είναι σαν να μένει μόνος του, παρέα με τον εαυτό του. Είναι τραγικό αυτό. Να είσαι με πολλούς αλλά ουσιαστικά με κανέναν. Και να έχεις να παρακολουθείς καθημερινά καταστάσεις που προσπαθείς βγαίνοντας όλη μέρα έξω να αποφύγεις. Συνέπειες; Νεύρα, θυμός, αντίδραση, κλείσιμο στον εαυτό, βία… Αυξήθηκαν τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας μαθαίνουμε. Αυξήθηκαν οι σχέσεις που θα οδηγηθούν σε διαζύγιο. Η καραντίνα μας φέρνει αντιμέτωπους με την ωμή πραγματικότητα της συμβίωσης. Δεν μπορούμε να κρυφτούμε για πολύ όταν είμαστε όλοι μαζί στο ίδιο μέρος. Πόσο να αντέξουμε να παίζουμε θέατρο; Πόσο να ανεχτούμε κάποιες συμπεριφορές; Έρχεται σε όλα τα πράγματα μοιραία η στιγμή που θα πρέπει να γραφτεί η λέξη τέλος. Αλλά και ποιος θα στηρίξει, αυτόν που θα πάρει το μολύβι να τη γράψει; Όλα παίρνουν παράταση μέχρι να λήξει ο συναγερμός. Το ξεκαθάρισμα όμως θα είναι αναπόφευκτο. Ίσως και η επιδημία να φροντίσει γι’ αυτό.

 

Θα μου πείτε… Δε βγαίνει πάντα και κάτι καλό μέσα από το κακό; Ω, ναι. Βγαίνει. Πάντα βγαίνει και κάτι καλό στο τέλος. Γιατί η ζωή έχει τη δύναμη να υπερνικά το θάνατο και ο θάνατος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσει η ζωή. Ο πλανήτης και η φύση ξεκουράζονται από την ανθρώπινη εκμετάλλευση και την υπερκαλλιέργεια. Δημιουργούνται νέες μονάδες στα νοσοκομεία που μετά την επιδημία θα μπορούν να εξυπηρετούν άλλους νοσούντες και υποδομές που θα παραμείνουν για διευκόλυνση των ανθρώπων. Αναπτύσσονται πιο σταθερές, πιο ειλικρινείς και πιο ουσιαστικές σχέσεις μέσα από αυτή την δοκιμασία μιας και στρεφόμαστε ο ένας στον άλλο για βοήθεια, υλική, ψυχική και συναισθηματική. Αναθεωρούμε πολλές αντιλήψεις μας για τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν, τις ανάγκες μας και τον υλικό πλούτο. Και ναι όταν τελειώσει όλο αυτό θα έχει άλλη γεύση το καφεδάκι στην παραλία και θα εκτιμήσουμε τη βόλτα με τους φίλους μας. Και ναι θα βγούμε πιο δυνατοί και πιο γόνιμοι. Γιατί έτσι είναι η ζωή.

 

Πρέπει να σπάσει το τσόφλι μας για να ανα-γεννηθούμε.

 

Καλή Ανάσταση!

 

© DIAVLOS News (Μπεκιάρης Χρήστος)