«Εκκλησιολογικές παγίδες εν μέσω πανδημίας…»
από:  π. Χαρ. (Λίβυος) Παπαδόπουλος

 

Όλο αυτό το διάστημα της υγειονομικής κρίσης η εκκλησία προσπαθεί να διακονήσει τις κοινότητές της, κάτω από ειδικές συνθήκες, να κάνει οικονομία σε θέματα που γνωρίζει ότι θεολογικά είναι κρίσιμα, αλλά δεν γίνεται να πράξει διαφορετικά, μιας και όντως οι καταστάσεις είναι πρωτόγνωρες και ειδικές. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να ακούγονται συμβουλές και προτροπές από κληρικούς που ποτέ δεν θα γινόταν κάτω από κανονικές συνθήκες εκκλησιαστικής ζωής. Και εδώ χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Διότι σαφέστατα κατανοούμε ότι διάγουμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση που κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος, οπότε και οι αντιδράσεις ή οι πρακτικές έχουν μεγάλη δόση αυτοσχεδιασμού ή ποιμαντικού αιφνιδιασμού, ωστόσο όμως, καλό είναι να προσέξουμε το πως διατυπώνουμε κάθε ποιμαντική πρόταση προς το σώμα της εκκλησίας ώστε να μην στέλνουμε λανθασμένα θεολογικά μηνύματα που στο μέλλον ίσως εξελιχθούν σε εκκλησιολογικές παγίδες.

«Μείνετε σπίτι δεν πειράζει που δεν θα έρθετε στην εκκλησία….»

Η παραπάνω ποιμαντική προτροπή ακούστηκε κατά κόρον από χείλη κληρικών και θεολόγων αυτή την περίοδο της υγειονομικής κρίσης. Θα γινόταν ποτέ κάτω από φυσιολογικές συνθήκες; Σαφέστατα όχι. Είναι μια προτροπή ποιμαντικής οικονομίας κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες και ως τέτοια είναι κατανοητή και ανεχτή από το πλήρωμα της εκκλησίας. Ενώ όμως έτσι έχουν τα πράγματα, δεν παύει η συγκεκριμένη τοποθέτηση, «μείνετε σπίτια σας, ο Θεός είναι παντού, δεν πειράζει που δεν θα έρθετε στην εκκλησία…» σε μια άκρως ατομοκρατική εποχή όπως την σημερινή, να αποτελεί μια εκκλησιολογική παγίδα που θα επιφέρει σοβαρές συνέπειες για την ταυτότητα της εκκλησίας.

Ο σύγχρονος ατομοκρατικός άνθρωπος υποστηρίζει ότι , «..ο Θεός είναι παντού και έτσι δεν είναι απαραίτητη η εκκλησία για να συναντηθείς μαζί του..». Σαφέστατα κι ο Θεός είναι παντού, είναι ο πανταχού παρόν και τα πάντα πληρών, αυτό άλλωστε μας το έχει αποκαλύψει ο ίδιος πολλές φορές μέσα στην ιστορία. Όμως ο ίδιος αυτός Θεός που μας είπε ότι είναι πνεύμα, «Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν[1]», ο ίδιος είναι κι εκείνος που μας είπε ότι δεν μπορεί κανείς να φτάσει σε Αυτόν εάν δεν περάσει μέσα από την αγάπη προς τον πλησίον. Δηλαδή μέσα από την σχέση με την κοινότητα. Και μάλιστα την κοινότητα εκείνη που φέρει ως ταυτότητα της την αναφορά στον πρόσωπο του Χριστού. Διότι ο Χριστός είναι εκείνος που λυτρώνει την ιστορία, που ενώνει το κτιστό με το άκτιστο και αναφέρει δια του Αγίου Πνεύματος , λυτρωτικά τα πάντα στον Θεό πατέρα Του. «Το Πνεύμα όπου θέλει πνει, αλλά ξέρουμε ότι θέλει να πνέει προς την κατεύθνυση του Χριστού (Ιωάν.16,14). Την ίδια στιγμή είναι το Πνεύμα κοινωνίας, και όπου πνέει δημιουργεί όχι καλούς χριστιανούς ως άτομα, αλλα κοινότητα(Πραξ.κεφ. 2)[2]».

Η ταυτότητα της Ορθοδόξου εκκλησίας είναι κοινοτική. Πραγματώνεται στην Θεία Ευχαριστία. Εκεί όπου πάντες συνάσσονται μέσα σε ένα πλέγμα σχέσεων και κοινωνίας, με σημείο αναφοράς τον Χριστό. Ο Χριστός είναι αυτός που τους ενώνει σε μια νέα ανθρωπότητα και κτίση εν Θεώ. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό έξω από τον Χριστό[3], και κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει τον Χριστό έξω από την Εκκλησία. «Δεν υπάρχει περίπτωση να συναντηθείς με τον Χριστό χωρίς να «σκοντάψεις» στην Εκκλησία, ούτε υπάρχει περίπτωση να είσαι στην εκκλησία και να μην «σκουντουφλήσεις» στον Χριστό. [4]».

Η εκκλησία είναι μια κοινωνία σχέσεων, ένας νέος τρόπος να υπάρχεις. Να ζεις με αγάπη και ελευθερία. Μια ελευθερία εν Χριστώ, που ξεπερνάει κάθε μορφή αναγκαιότητος της φύσης. Στην εκκλησία μαθαίνω υπαρξιακώ τω τρόπω ότι η σωτηρία μου περνάει μέσα από τον άλλον. Δεν υπάρχει υπάρχει ατομική, απευθείας σχέση με τον Χριστό. Κάθε μορφή σχέσης μαζί του, περνάει μέσα από την εκκλησία, από την κοινότητα και κοινωνία των σχέσεων. Αναφέρει ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης στα Δογματικά του μαθήματα, «θα πρέπει πριν από όλα να απαλλαγούμε από μια εσφαλμένη αντίληψη που έχουμε, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα ενεργεί επί μεμονωμένων ατόμων. Η αντίληψη αυτή είναι τόσο διαδεδομένη ώστε να ξενίζει ίσως το ότι την αποκαλούμε εδώ «εσφαλμένη». Όσοι την υποστηρίζουν παραγνωρίζουν μια θεμελιώδη διάκριση μεταξύ της ενεργείας του Αγ. Πνεύματος στην Παλαιά Διαθήκη και εκείνης στην Καινή Διαθήκη. Στην Π.Δ. το Πνεύμα δίδεται σε ορισμένα άτομα (προφήτες, βασιλείς κλπ) και όχι στο σύνολο του λαού του Ισραήλ. Στη Μεσσιανική όμως εποχή που εισάγεται στην Κ.Δ. με την έλευση του Μεσσία, το Πνεύμα αναμενόταν να δοθεί σε όλο το λαό του Θεού. Γι’ αυτό στην εξιστόρηση της Πεντηκοστής, ο Λουκάς χρησιμοποιεί τη φράση του προφήτη Ιωήλ: «εν ταις εσχάταις ημέραις εκχεώ από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα… λέγει Κύριος Παντοκράτωρ»[5].

Ακόμη και όταν προσεύχομαι στο δωμάτιο μου, προσεύχομαι ως μέλος του σώματος της εκκλησίας, σε κοινωνία με τους άλλους, «ότι είναι ο χριστιανός είναι αυτό που είναι σαν μέλος του σώματος του Χριστού, κι όχι καθευατόν. Ακόμη και στην μοναξιά και στο «ταμείον» μέσα ο χριστιανός προσεύχεται σαν μέλος της εκκλησίας[6]». Ο Χριστός δεν είναι ατομικός αλλά συλλογικός. Είναι Εκείνος που εν Αγίω Πνεύματι, ενώνει τους πάντες και τα πάντα στο σώμα του.

 «Θεία Λειτουργία χωρίς πιστούς…»

Μπορεί να υπάρξει Θ. Λειτουργία χωρίς πιστούς; Σαφέστατα και όχι. Στην Ορθόδοξη εκκλησία δεν υπάρχει η έννοια της ιδιωτικής λειτουργίας ή της ατομικής σωτηρίας, πέρα ότι πολλές φορές φανερώνονται τέτοιες εκκλησιολογικές παρατυπίες. Και δεν μπορεί να υπάρξει για ένα απλό λόγο, ότι Χριστός και ατομισμός δεν πάνε μαζί. Χριστός σημαίνει κοινότητα, κοινωνία, σχέση, συλλογικότητα. Εκεί που οι πολλοί γίνονται ένας. Αυτό είναι το έργο του, έργο της Θείας Οικονομίας. Ο Χριστός δεν σώζει κάποιον αλλά την ανθρωπότητα. Δεν υπάρχει σωτηρία που να μην περνάει μέσα από την σχέση μου με τον άλλον.

Ωστόσο είναι παρήγορο το γεγονός ότι στις Θ. Λειτουργίες που τελούνται εν μέσω πανδημίας, τουλάχιστον επιτρέπεται η παρουσία ψαλτών και νεωκόρων που στην προκειμένη περίπτωση λειτουργούν ως το σώμα του λαού που είναι απολύτως απαραίτητο για τελεστεί το μυστήριο της Ευχαριστίας. «Στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάθε βαπτισμένος λαμβάνει αμέσως χρίσμα και Ευχαριστία: ο λαϊκός πρέπει από εκείνη τη στιγμή που γίνεται λαϊκός δια του βαπτίσματος και μετά, να ασκήσει το αξίωμα του. Αυτό το αξίωμα είναι τόσο θεμελιώδες και σημαντικό, που στην Ορθόδοξη Εκκλησία καμία Ευχαριστία δεν μπορεί να τελεσθεί χωρίς την παρουσία λαϊκών. Ο λαϊκός, που λέει στην Ευχαριστία το «Αμήν», είναι το ίδιο απαραίτητος, όπως ο ιερεύς. Γιατί η Ευχαριστία είναι μια κοινωνία που ενσαρκώνει την παρουσία του Χριστού στο κόσμο και, όπως η κοινωνία των Αγίων, που θα τον περιστοιχίζει στην Βασιλεία Του, Τον περιστοιχίζει ήδη από τώρα στην Ευχαριστία[7]».

«Ελάτε να κοινωνήσετε στο τέλος της Θ. Λειτουργίας»

 Το ακούμε πλέον κι αυτό συχνά εν καιρώ πανδημίας. Όμως η θεία κοινωνία δεν είναι ένα ατομικό, ηθικό ή ψυχολογικό γεγονός. Δεν είναι μία πράξη ιδιωτικής ευσέβειας. Πως θα κοινωνήσεις το σώμα και το αίμα του Χριστού χωρίς πρώτα να έχεις μετάσχει στο μυστήριο της σύναξης, της Θεία Λειτουργίας; Πως κάποιος θα κοινωνήσει τον Θεό χωρίς πρώτα να έχει κοινωνήσει με τους συνανθρώπους του; Της θείας κοινωνίας προηγείται η κοινωνία με το μυστήριο του αδελφού. Πρώτα προηγείται η σύναξη, η σχέση με την κοινότητα, και έπειτα έρχεται η θεία κοινωνία. Δεν μπορώ να κοινωνώ ατομικά, αλλά πάντα ως μέλος της  εν Χριστώ σύναξης. Διότι η Θεία μετάληψη του σώματος και αίματος του Χριστού, δεν είναι μια εξατομικευμένη πράξη ευλάβειας, αλλά η κορύφωση της μετοχής μας στην κοινότητα, στην σχέση με τους άλλους και τον Θεό.

«Η εμπειρία της Θ. Ευχαριστίας είναι ότι κάνει την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό σχέση που περνάει μέσα από τους άλλους. Μπορεί κανείς εύκολα να δημιουργήσει μια σχέση με τον Θεό, η όποια να παραγνωρίζει, να παραμερίζει τον πλησίον. Αυτή είναι μια επικίνδυνη κατάσταση, η οποία μπορεί εύκολα να συμβεί έξω από την ευχαριστιακή εμπειρία. Αλλά και στην ευχαριστιακή εμπειρία παρεισφύει πολλές φορές η ευσεβιστική ατομοκρατία, και βλέπει κανείς πολλές φορές έναν πιστό να πηγαίνει στην Θεία Ευχαριστία και να απομονώνεται από το υπόλοιπο σώμα της εκκλησίας για να προσευχηθεί δήθεν καλύτερα πράγμα που θα μπορούσε να το κάνει καλύτερα στο σπίτι του. Στην Θεία Λειτουργία δεν πηγαίνουμε για να προσευχηθούμε ως άτομα, πηγαίνουμε για να προσευχηθούμε μαζί με τους άλλους ως κοινότητα. Πρέπει λοιπόν να έχουμε διαρκώς συνείδηση ότι ο διπλανός μας είναι και αυτός μέλος του ίδιου σώματος και ότι δια μέσου της σχέσεως αυτής με τον διπλανό μας επικοινωνούμε με τον Θεό..[8]» .

 «Κάθε ενορία και μια τηλεόραση….»

 Την περίοδο της πανδημίας, είδαμε να κορυφώνεται η ποιμαντική πρακτική της τηλεοπτικής μετάδοσης της Θείας Λειτουργίας και της παρακολούθησης αυτής από το σπίτι. Στις μέρες μας σχεδόν κάθε ενορία κάνει και μια αναμετάδοση προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να απαλύνει την οδύνη των πιστών για την απαγόρευση της μετοχής τους στην Ευχαριστία.

Όμως τίθεται και πάλι το ερώτημα και πλέον σε μεγαλύτερη ένταση εάν τελικά με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνεται μια συνείδηση ασώματης λατρείας. Δηλαδή μήπως κυοφορείται η αντίληψη ότι μπορώ να παρακολουθώ χωρίς να μετέχω. Εάν τελικά η εικόνα κερδίζει την πραγματικότητα της ζωής.

Γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι η μετοχή στην Θεία Ευχαριστία, προϋποθέτει την σωματική παρουσία των πιστών εν τόπω και χρόνω. Δηλαδή δεν μπορείς να μετέχεις άυλα, εικονικά ή φαντασιακά στην Θ. Ευχαριστία. Είναι απαραίτητη η μετοχή του σώματος και της  υλικότητας σου στην εκκλησία. Στην εκκλησία και συγκεκριμένα στην ευχαριστιακή πνευματικότητα, δεν καταργείται η ύλη και η κτίση αλλά μεταμορφώνεται σε κοινωνία με τον Θεό.

«Η τεχνολογία αποτελεί απειλή για την ταυτότητα της Εκκλησίας, διότι εισάγει μια ιδιόμορφη, την πιο επικίνδυνη, μορφή ατομισμού, ο οποίος καταργεί την σωματική κοινωνία των ανθρώπων καλλιεργώντας μια μορφή επικοινωνίας, απαλλαγμένης από την ύλη…… η σωματική σύναξη των ανθρώπων «επι το αυτό», που είναι η ίδια η φύση της Εκκλησίας, αντικαθίσταται με μια «πνευματική» επαφή, στην οποία όλα τα υλικά σύμβολα της Εκκλησίας, με τα οποία εκφράζεται ο εικονισμός των σχέσεων, καταργούνται…..Ετσι προσφέρεται μια ψυχολογική ικανοποίηση στους ανθρώπους, με την οποία όμως, η Εκκλησία αλλοιώνει την οντολογική πραγματικότητα της ταυτότητας της, αφού η Λειτουργία είναι Σύναξις «επί το αυτό» και η Εκκλησία κοινότητα..[9]»

Είναι λοιπόν κατανοητό ότι ως ποιμένες της εκκλησίας βρεθήκαμε κάτω από πρωτόγνωρες και ακραίες καταστάσεις, που ωστόσο όμως πρέπει να τις χειριστούμε με θεολογική διάκριση έτσι ώστε να μην επιφέρουν θεμελιώδης αλλαγές στον πυρήνα της εκκλησιαστικής ζωής. Μια πρόταση είναι να εξηγήσουμε επαρκώς στους πιστούς των εκκλησιών μας, ότι οι πρακτικές του μένω σπίτι και βλέπω την Θ. Λειτουργία από την τηλεόραση ή του κοινωνάω στο τέλος της Ευχαριστίας, είναι αυστηρά προσωρινές και κατ΄ άκρα οικονομία πράξεις και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να γίνουν μέρος της φυσιολογικής εκκλησιαστικής ζωής μας. Το μόνο βέβαιο είναι ότι κάθε πράξη ποιμαντικής οικονομίας θα πρέπει να μην θίγει την ταυτότητα της εκκλησίας.

 

Σημειώσεις

[1] (Ιω. δ΄ 5-42)

[2] Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, «Η Πνευματολογική διάσταση της Εκκλησίας».

[3] «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τόν Πατέρα» , «Εγώ εν τω Πατρί καί ο Πατήρ εν εμοί εστι» (Ιω. ιδ΄ 8-14)

[4] «Όταν ο Θεός πεθαίνει», Αλ. Κατσιάρας- Μάρω Βαμβουνάκη, Αρμός σελ. 156

[5] Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, Δογματική, «Το έργο του Αγίου Πνεύματος στη διατύπωση των δογμάτων»

[6] π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, Ορθόδοξος Λατρεία,», «Ορθόδοξος Λατρεία», σελ.160-161

[7] Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα: Έργα Α΄ Εκκλησιολογικά Μελετήματα, «Το ευχαριστιακό θεμέλιο της ιεροσύνης», εκδόσεις Δόμος, σελ.604

[8] «Η βίωση του Μυστηρίου της Εκκλησίας», Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη

[9] Ευχαριστίας Εξεμπλάριον, «Τρεις Ιεράρχες, η ταυτότητα της Εκκλησίας», Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη, σελ.205-206

 

πηγη: ΑΝΤΙΦΩΝΟ

© DIAVLOS News (Μπεκιάρης Χρήστος)