Δευτέρα, Ιούνιος 16, 2025
Follow Us
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

γράφει ο Πάνος Τσεπενέκας (συγγραφέας)

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Σύλλογος Φίλων Γιάννη Σκαρίμπα

Συνεδριακή αίθουσα δήμου Χαλκιδέων (Αβάντων 50)

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 

Ποια είναι η διατύπωση που επαναλαμβάνεται σταθερά στο ποίημα; Είναι το «δεν ξέρει», εννοείται η μητέρα του. Παράξενη διατύπωση μέσα σ’ ένα ποίημα που μιλάει προπαντός για τη μητέρα του και σχεδόν την αποθεώνει. Όμως, αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τις γνώσεις της. Η μητέρα του «δεν ξέρει». Τί δεν ξέρει; «Δεν ξέρει τι είναι ο ήλιος», «Δεν ξέρει αν ήταν Σάββατο χτες» «δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα», δεν ξέρει «πως γίνεται» να είναι «η φωνή της καμπάνας γλυκιά». Μα δεν είναι μονάχα ότι «δεν ξέρει». Είναι και ότι «δεν άκουσε». «Δε άκουσε τίποτε για τις θερμοπυρηνικές δοκιμές». «Δεν ξέρει πως έγραψα ένα γράμμα στον Οπενχάιμερ», Μα ούτε «Κοιτώντας τον Παντοκράτορα» στην εκκλησία «ξέρει η μητέρα μου». «Δεν υποψιάζεται πως ο Παντοκράτορας βρίσκεται μες τον ίδιο τον άνθρωπο». Μιλώντας για τις ρυτίδες στο πρόσωπό του γράφει ότι «δεν ξέρει πως πάνω του διακρίνονται οι έντεκα κρεμάλες της Πράγας»[1] ή ακόμη «τροχιές απ’ τις σφαίρες που αυλάκωναν το όμορφο φως της πατρίδας μου».

Ο Βρεττάκος πραγματοποιεί μια κατάδυση στην καρδιακή περιοχή της μητέρας του σε άρρηκτη σχέση με τον ίδιο, όπως ήταν μικρός και όπως ήταν ενήλικας. Και καθώς σημειώνει τι δεν ξέρει η μητέρα του, μας ενημερώνει για τη δική του ζωή στιχουργικά και ποιητικά. Μας ζωγραφίζει την πορεία  του ως ενήλικας, τα σημάδια των παθών, των αγώνων και των πόνων:

Έχει καιρό να μ’ αλλάξει, δεν ξέρει,

Δεν είδε τα πόδια μου που έχουν καεί.

Δεν ξέρει…πως περπάτησα στα νησιά των Χριστουγέννων με τους ψαράδες την ώρα/που οι σοφοί μελετούσαν πως/ να τσακίσουν τη ραχοκοκκαλιά/ της ανθρώπινης ευδοκίας». 

Τα νησιά των Χριστουγέννων ή αλλιώς η γιορτή, τον ενέπνευσαν τη λέξη  ε υ δ ο κ ί α, γιατί υπάρχει στο τροπάριο της ημέρας: «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Τον Βρεττάκο τον ενδιέφερε και η ειρήνη και η ευδοκία, που έχει τη σημασία της εύνοιας ή χάρης του Θεού στο προκείμενο τροπάριο, αλλά γενικότερα έχει τη σημασία της ευμένειας, της καλής θέλησης, της ευνοϊκής διάθεσης ή πραγματικότητας. Γενναία λοιπόν αντίθεση: αυτός με τους ψαράδες στα νησιά των Χριστουγέννων (επιλογή που βέβαια έχει τη σημασία της πέρα από τον τοπικό προσδιορισμό) και από την άλλη οι σοφοί που κάνουν κάτι διόλου σοφό: μελετούν να καταστρέψουν την ανθρώπινη ευδοκία, είτε με την χριστιανική σημασία, είτε με την γενικότερη.

Καθώς γράφει αυτό το ποίημα, καθώς περιγράφει την κατάσταση της μητέρας του, ταυτόχρονα της μιλάει, της λέει τί δεν ξέρει, αλλά και τί έχει περάσει o ίδιος:

«Στην πλευρά μου σφηνώθηκε/ μια πύρινη στήλη, πανύψηλη κι ούρλιαζα, δίχως/να με ακούν ούτε αυτοί που κοιμόντουσαν πλάι μου, ούτε/ κι ο γέρο-Ταύγετος, κουφός απ’ τα χρόνια». Το «κουφός απ’ τα χρόνια» σημαίνει γέρος. Πρόκειται για το βουνό που σε άλλο στίχο το λέει «παππού», τον εμπιστεύεται, στηρίζεται πάνω του, αντλεί απ’ τη βουνίσια δύναμή του.  Κι ωστόσο κανένας δεν άκουε τις φωνές του, ούτε οι δικοί του άνθρωποι, οι συνοδοιπόροι του, ούτε το βουνό. Αβυσσαλέα μοναξιά.

Η μητέρα του, μας λέει, ούτε ξέρει τι είναι οι στίχοι. Ξέρει όμως τον Ταύγετο. Και ξέρει ότι «απ’ τη μια πλευρά είναι αυτή που στενάζει, κι απ’ την άλλη είναι ο Θεός». Ολοένα μέσα στην ποίηση του Βρεττάκου παραφυλάει ο Θεός, παρευρίσκεται, υποβάλλει, όπως ο Χριστός στην ποίηση του Λειβαδίτη.

Ανάμεσα στους στίχους αυτού του εξαιρετικού ποιήματος υπάρχουν και οι παρακάτω στίχοι. Τί είδους αγάπη τους συνέθεσε και τι είδους ποίηση; Τους παραθέτω:

Έχει τώρα σταυρώσει τα χέρια της, έχει

Σκύψει μ’ ευλάβεια-τόσο που πια

Το πρόσωπό της δεν φαίνεται κάτω απ’ τη μπόλια της,

Είναι ώρα πολλή που δεν έχει σαλέψει.

Σιγοψέλνει το πλήθος. Σηκώνει την όψη της

Μισανοίγουν τα χείλη της, σκάζει ένα φως.

Πως μπορεί ένα πρόσωπο που το σκάψαν οι αρμύρες,

Οι καιροί και τα πράγματα που ποτέ δεν θα μάθει,

Νάχει τόση γαλήνη; Πως γίνεται, αλήθεια,

Ν’ αναδίνουνε κάτι σαν άνθη οι ρυτίδες του;

 

 Και ιδού οι τελευταίοι στίχοι:

Τώρα ξεντύνεται. Νύχτωσε. Θαρρείς πως στο βάθος

Κι ο έσπερος έβγαλε προσεχτικά τα καλά του.

Πως έξω στο σύμπαν όλα ξεντύνονται. Αύριο

Ξημερώνει μέρα καθημερινή.

Γύρισε η μητέρα του σπίτι. Ξεντύνεται, βγάζει τα καλά της, μα είναι σαν όλα να ξεντύνονται μαζί της, ο έσπερος κι ολάκερο το σύμπαν την ακολουθεί, την μιμείται ή γίνεται ένα μαζί της. Είναι αυτή το κέντρο. Όμως, τελικά, τι είναι αυτό που ξέρει η μητέρα του, ύστερα από όλα όσα δεν ξέρει, τα πολλά; Τι συλλαμβάνει στο ποίημα αυτό ο Βρεττάκος;

Συλλαμβάνει την αγάπη της μάννας, αυτής της μάννας των καιρών εκείνων, της χαροκαμένης μάννας, της σπαρτιάτισσας ή μανιάτισσας με τα τσεμπέρια, της μαυροφορεμένης, που κρατάει μέσαθέ της φυλαχτό εφ’ όρου ζωής το γιό της, το γιό που λείπει, που απουσιάζει, που καταδιώκεται, που αυτοεξορίζεται, που γράφει ποίηση που διαβάζει ολοένα-τον είδε που κουβαλούσε βιβλία χοντρά και είδε ακόμη «το λυχνάρι να χαράζει μια τομή στο σκοτάδι», καθώς «κρεμόταν εμπρός στο σκυμμένο του πρόσωπο».

Η μάννα λοιπόν αυτή δεν ξέρει τα επί μέρους, δεν ξέρει την περιπλάνηση του γιού της, το φευγιό του, τους αγώνες του, δεν ξέρει μήτε να διαβάζει μήτε να γράφει. Ωστόσο, ξέρει να πηγαίνει στην εκκλησία. Ξέρει να αφουγκράζεται ανάμεσα στις φωνές των σπουργιτιών, καθώς «θαρρεί πως ακούγεται ακόμη η παιδιάστικη  του γιού της φωνή». Θυμάται, ολοένα θυμάται, γυρνάει πίσω στο χρόνο, όταν «τον κρατούσε απ’ το χέρι». Και τί άλλο ξέρει; Καθώς περνά δίπλα στη βρύση ξέρει ότι «τόσα χρόνια κι ούτε ένας φθόγγος δεν άλλαξε. Το νερό συνεχίζει να λέει τα ίδια/ τα ίδια, τα ίδια πράγματα πάντοτε».

Ο Βρεττάκος κοντεύει να χαλάσει το «πάντα ρει» του Ηράκλειτου. Ποιος το χαλάει; Η σχέση της μοναξιασμένης μάννας που ζει μέσα στο φυσικό κόσμο της υπαίθρου σαν σε φωλιά, σε μόνιμο καταφύγιο όπου όλα την υπηρετούν σταθερά και μόνιμα και εκείνη τα αγκαλιάζει με την αγάπη και την καρτερία της. Κι ωστόσο δεν είναι μονάχη της: συμβιώνει με τον απόντα γιό της, τον φέρει μέσαθέ της, εξακολουθούν να αποτελούν έναν άνθρωπο, εξακολουθούν να συνυπάρχουν παρά και πέρα βιολογικών και κοινωνικών νόμων. Την υπέρβαση αυτή μονάχα η αγάπη την κατορθώνει και ο Βρεττάκος είναι υμνητής της αγάπης. Τα φυσικά πράγματα ο ποιητής (αλήθεια μόνο ο Βρεττάκος;) τα προικίζει με μια αιωνιότητα. Δεν θέλει να πεθαίνουν. Δεν θέλει να εξαφανίζονται. Θέλει να ζουν στον τόπο που γεννήθηκε και τον οποίο υπεραγαπά γι’ αυτό και όταν τελειώνει η περίοδος των διωγμών και των παθών εκεί επιστρέφει σαν άλλος Οδυσσέας να φύγει όταν «βρεί ένα ήσυχο μέρος να κοιμηθεί» («Τα εφτά ελεγεία» Παλέρμο 1972).

Η μητέρα του, έτσι όπως την βλέπει στο ποίημα κι όπως την ξέρει «λιγνή και υψηλή μες στην άχνα των κεριών, ξεχωρίζοντας» σμίγει τη μοναξιά της  με την περιβάλλουσα πλάση, φεγγάρι, ροδιές, χλόη, πλατάνια, βρύσες, νερά, κλωνάρι λεμονιάς, μέλισσες, ένα σύμπαν ολόκληρο είναι το δικό της σύμπαν και μέσα εκεί βασιλιάς με θύμηση και χωρίς θύμηση ο γιός της. Και εν μέσω όλων αυτών ο ήλιος για τον οποίο ή μάλλον για την σχέση της μάννα του μαζί του γράφει: «Τον φαντάζεται αγάπη που ανατέλλει στον ουρανό» (ο.π.). Νομίζω πως τέτοια μεταμόρφωση του ήλιου σε αγάπη πρώτη φορά γράφεται σε ποίημα.

 Σ’ ένα κείμενο του Σαράντου Καργάκου με τίτλο «Η ελληνικότητα του Νικηφόρου Βρεττάκου» περιέχεται το παρακάτω απολύτως καίριο απόσπασμα:

«Ας αφήσουμε τις υψηλές έννοιες για πιο τρανούς κι ας σταθούμε σ’ αυτό που τόσο συχνά μνημόνευε στις συζητήσεις μας ο Βρεττάκος: στους κοινωνικούς θεσμούς. Η ελληνική οικογένεια-στη σωστή μορφή κι όχι στη διαλυμένη που δείχνει σήμερα-αποτελεί παράδειγμα για  τους Δυτικούς, λόγω  της ενότητας που δεν καταντά καταπιεστική. Επίσης και η ήμερη θρησκευτικότητα, η ποιητική θρησκευτικότητα που μας έδωσε με το περίφημο ποίημα ‘Η Μητέρα μου στην Εκκλησία’, αποτελεί αντίδοτο στη λύσσα της βίας, στον φανατισμό κάθε λογής, στον ασεβισμό, στον αμοραλισμό και στο στυγνό ορθολογισμό. Αυτή η μητέρα, που ‘κοιτάζει έναν έναν τους γερασμένους αγίους/σαν να ψάχνει να βρει με ποιόν μοιάζει ο γιός της’, είναι μια μικρή Παναγία που προσφέρει μια μητρική θρησκευτικότητα. Κι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος, αν μπορέσουμε κάποτε να νιώσουμε ‘πως ο Παντοκράτορας βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο’» (δες στον τόμο Φώτα και φωτισμοί του Νικηφόρου Βρεττάκου, Τετράδια Ευθύνης 33, σ.76).

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Σωτήρη Γουνελά Νικηφόρος Βρεττάκος, ο «αλήτης τ’ ουρανού», Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, 2024, σ.31-35.

(Η εικόνα ειναι Αντίγραφο που παραχωρήθηκε από το Αρχείο Βρεττάκου στη Σπάρτη (της πρώτης έκδοσης του 1981).

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ένα εξαετές πόνημα είναι στο τέλος, και πλέον πνέει ούριος άνεμος...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Ένα απόσπασμα από το πολύκροτο βιβλίο του Έλληνα λογοτέχνη που πέθανε σαν σήμερα, το οποίο κυκλοφόρησε στην καρδιά της Δικτατορίας, το 1971, με αφορμή τα 150 χρόνια (τότε) από την Επανάσταση

 

γράφει ο  (αναδημοσίευση απο https://www.lifo.gr/)

 

 

ο 21 και η αλήθεια» του Γιάννη Σκαρίμπα (1893-1984) τυπώθηκε από τις περίφημες εκδόσεις Κείμενα του Κερκυραίου Φίλιππου Βλάχου (1939-1989) και κυκλοφόρησε το 1971, μεσούσης της δικτατορίας, με αφορμή τα 150 χρόνια (τότε) από την Επανάσταση. Επισημαίνω το «μεσούσης της δικτατορίας», επειδή το βιβλίο τού Σκαρίμπα στέκεται εντελώς έξω από την «κρατούσα» άποψη για το ’21, χώνοντάς τα αγρίως στον κλήρο, τους προύχοντες, τους λογίους και τους πολιτικάντηδες πάνω στους οποίους ακούμπησε η «επίσημη» ιστορία.

Επειδή όμως η προληπτική λογοκρισία για τα βιβλία είχε καταργηθεί από το φθινόπωρο του ’69 οι εκδόσεις γίνονταν άνευ... προκαταβολικών εμποδίων. Κάπως έτσι κυκλοφόρησε και «Το 21 και η Αλήθεια». Πριν μεταφέρω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Σκαρίμπα ας παραθέσω ένα από τα εισαγωγικά σημειώματα, που ανήκει στον σημαντικό, προοδευτικό ιστορικό του ’21 Δημήτρη Φωτιάδη (1898-1988). Γράφει ο Φωτιάδης:

«Το Εικοσιένα, όπως το ξέρουμε μέσα από την επίσημη ιστορική παράδοση, μοιάζει με τ’ αναστραμμένο είδωλο που βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα θαμπά νερά μιας λίμνης. Είναι βέβαια η ίδια εικόνα, μα δοσμένη από την ανάποδη. Για να γνωρίσει κανείς τ’ αληθινό Εικοσιένα, πρέπει να σκύψει πάνω σ’ άλλα κείμενα, σ’ εκείνα που προετοίμασαν το σηκωμό, σ’ αυτά που γράφτηκαν όσο βρόνταγε το καριοφίλι και άστραφτε το γιαταγάνι και στ’ απομνημονεύματα των αγωνιστών – του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη, του Κολοκοτρώνη, του Φωτάκου, του Σπυρομίλιου, του Περραιβού, του Σπηλιάδη και τόσων άλλων.

Δύο είταν τα Εικοσιένα: Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων. Του πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα “Δίκαια του ανθρώπου” του Ρήγα Βελεστινλή, πάνω στ’ άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της “Πατρικής Διδασκαλίας” του Μακαριωτάτου Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ Κυρ-Άνθιμου – ή πιο σωστά του Γρηγορίου».

 
 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ: ΤΟ 21 ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

 

(…) Το είπα και το ξαναλέω: Το 21 δεν ήταν όμοιο με καμία επανάσταση του κόσμου. Το ότι, παρά τον Μέττερνιχ και το Συνέδριο της Βιέννης, παρά τον Ιμπραήμ και τον Ιγνάτιο, παρά τον Κοραή και το Βρυώνη, παρά την αντίδραση του Ιερατείου και των Προκρίτων, μπόρεσε και να εκραγεί και να σταθεί, αυτό δεν ήταν θαύμα – γιατί το θαύμα είναι μια παραβίαση της φυσικής διαδικασίας της ύλης (πράγματα της δικαιοδοσίας των Αγίων μας). Το 21, ήταν μια Εθνικο-Κοινωνική επανάσταση, η πρώτη και η τελευταία της Ιστορίας. Χτύπησε τον Κιουταχή και τον Δράμαλη, όσο και το ντόπιο τσορμπατζή και το δυνάστη. Αποθέωσε τον Κανάρη, ενώ κατέλαβε την Καγκελαρία της Ύδρας εξ εφόδου. Κήδεψε το Μάρκο Μπότσαρη και τον Μπάυρον, ενώ στα Βέρβαινα θα ’σφαζε τον Παλαιών Πατρών και τους Προκρίτους. Είναι Μεγάλο, όχι για τις απαντήσεις (που δε δόθηκαν), αλλά για τίς που έθεσε ερωτήσεις: Μπορεί να, ένας λαός νοείται λεύτερος, με μόνο την Εθνική ανεξαρτησία του; Η άλωση της Βαστίλλης, λέει ό χ ι. Αλλά του 21 οι ερωτήσεις είναι δύο: χωρίς την Εθνική ανεξαρτησία τους οι λαοί, μπορούν, να αλώνουν τις Βαστίλλες τους; Την ερώτηση αυτή, πρώτο την έθεσε, μπρος στους Ιστορικούς του κόσμου, το 21. Κι αυτοί, έμειναν κόκκαλο – δεν ήξεραν τι ν’ απαντήσουν… στο τσαρούχι!... Η ερώτηση τούς ήρθε σαν κεντιά βούκεντρου ζευγολάτη στα οπίσθια. Ήσαν ο όνος ο αρνούμενος να διασκελίσει το αυλάκι. Βάλθηκαν να ψάχνουν λοιπόν την Ιστορία… Πουθενά, πουθενά – καμιά τέτοια… άλλου είδους ταραχή, κανένα τέτοιο στραβομουτσούνιασμα… του «ωραίου»! Τι λοιπόν; Τα Δερβενάκια και το Ζάλογγο, το Μεσολόγγι και το Βαλτέτσι, το Ναυαρίνο και το Πρωτόκολλο (για την ανεξαρτησία) του Λονδίνου, όλ’ αυτά θα μνέσκαν μάταια, χωρίς το σφάξιμο των Προκρίτων;

Το 21, ήταν μια Εθνικο-Κοινωνική επανάσταση, η πρώτη και η τελευταία της Ιστορίας. Χτύπησε τον Κιουταχή και τον Δράμαλη, όσο και το ντόπιο τσορμπατζή και το δυνάστη. Αποθέωσε τον Κανάρη, ενώ κατέλαβε την Καγκελαρία της Ύδρας εξ εφόδου. Κήδεψε το Μάρκο Μπότσαρη και τον Μπάυρον, ενώ στα Βέρβαινα θα 'σφαζε τον Παλαιών Πατρών και τους Προκρίτους.

Ώστε, χωρίς τον εξολοθρεμό των κοντζαμπάσηδων και τον «αποσχηματισμό» των Δεσποτάδων, χωρίς την απαλλοτρίωση της γης και το καλογεροκυνηγητό όξω απ’ το Κράτος, χωρίς ολοκληρωμένη τη Ζαράκοβα και τον καταστρεμό των τσιφλικάδων, η εθνική ανεξαρτησία, ήταν ο Μανωλιός της παροιμίας με τα ρούχα του; ήταν το «τι Γιάννης, τι Γιαννάκης»; Έτσι είναι.

Και ώστε, μια  μ ό ν ο ν  Εθνική επανάσταση, χωρίς την Κοινωνική καταξίωσή της, είναι μια «φαινομενοφάνεια» που μόνον αναγκαζόμενο το «κατεστημένο» την επιτρέπει; Έτσι είναι. Ξεφυλλίσατε την Ιστορία μέχρι τα σήμερα και πέστε μου κάνα που να μην είναι –αυτό– έτσι. Εκατοντάδες εθνικές επαναστάσεις, πέτυχαν ή απότυχαν, αλλά καμιά εθνικοκοινωνική δεν επιχειρήθηκε. Οι μόνο κοινωνικές, όπου των χρόνων και των καιρών, όπου της γης και του πελάου, καταπνίγηκαν μέσα στο αίμα τους, ανελέητα… Μα, θα μου πείτε: η  Γ α λ λ ι κ ή, δεν ήταν αυτή κοινωνική; Και θα σας πω: Μα, Κύριοι, απότυχε. Η 4η τάξη , ο λαός, (οι και, «ξεβράκωτοι» ειπωθέντες) χτυπήθηκε άγρια και «γουλίστηκε» από την αστική τάξη σαν χταπόδι. Μόλις πρόλαβε κι έβαλε φωτιά σε καμιά εκατοστή Πύργους αφεντάδων του κι έσφαξε μερικές χιλιάδες ευγενήδες. Από Επισκόπους; πολύ λιγότερους. Στις δύο Μπρυμέρ, «καθάρισε» κι άλλες τους μερικές χιλιάδες γαλαζοαίματους και όμοιούς τους αλιτήριους, στα μπουντρούμια. Αυτό ήταν όλο-όλο του που πρόφτασε. Ύστερα ο (τζόκεϋ) Ναπολέων τον καβάλησε, πότε σαν γάιδαρο ξεσέλωτο και πότε σαν άτι του με λοφίο. Λίγο αργότερα (το 1848) ξαναξεσηκώθηκε στο ποδάρι. Νυν, υπέρ πάντων ο αγών… Το ψωμοτύρι ενάντια στον αστακό, «το κασκέτο ενάντια στον πίλο». Με δεκάδες χιλιάδες πτώματα την ξαναπλήρωσε την επανάστασή του ο λαουντζίκος. Την εκατό τοις εκατό κοινωνική, ύστερα από τα πενήντα τοις εκατό του 21. Και επακολούθησαν –γραμμή– το καβαλίκεμα, από το Ναπολέοντα το Γ και απ’ αυτόν, έως τον Θιέρσο κι απέ στον Πουανκαρέ, κι ύστερα στο Ντε Γκωλ και δόστου να ’χει… Έως που κάποιος συμβιβασμός ήρθ’ επιτέλους – και η Δημοκρατία έχει το δικαίωμα… να πυροβολάει… το λαό!... Πράγματι, εξαιρουμένης της Ρούσσικης του 1917, καμιά, μόνον κοινωνική επανάσταση δεν πέτυχε· όλες μαζί, το πλήρωσαν με πολλά εκατομμύρια πτωμάτων…

 Αλλ’ ας ξανάρθουμε στο «κέντρο» μας – το δικό μας 21.

Ναι, καμιά, μόνο Κοινωνική επανάσταση δεν πέτυχε και ουδεμία Εθνικοκοινωνική επιχειρήθηκε. Εξαίρεση στάθηκε το 21. Κι ενώ, στη μια του πλευρά (την εθνική) αυτό θριάμβευσε, στην άλλη του (την κοινωνική) ήρθε καπάκι… Οι Τούρκοι έφυγαν και ήρθε… ο Όθωνας! Η Κατάκτηση το ’σκασε και εγκαταστάθηκε η Κατοχή των Δημοσίων υπαλλήλων. Το «κρυφό σκολειό» έγινε Πανεπιστήμιο περίλαμπρο, όπου βρόντηξαν και άστραψαν οι γλωσσαμύντορες και οι άλλοι: Ο Παπαρρηγόπουλος, ο Σαρίπολος, ο Μιστριώτης, ο Τρεμπέλας. (Εγώ το είπα: Η αγραμματωσύνη θα μας σώσει…). Και όλοι αυτοί οι λόγιοι άντρες και Σοφοί, οι Κοι Κ. Τσάτσος και ο Γρ. Κασιμάτης, και ο Λεωνίδας Ζέρβας, και τελοσπάντων πας όστις με Πίλον υψηλόν, ή με Αρχιερατικόν εγκόλπιο απ’ το σβέρκο, άνθρωποι τα… μάλα σοβαροί και λίαν… Ιστοριοδιφικώς βεβαρυμένοι, –  ων κάποιος κάπου ιδόντας μου τις Καραγκιόζικες «φιγούρες» είπε, μετά γκριμάτσας απαρέσκειας: «… Εεε – δεν είναι άνθρωπος σοβαρός!». Όλοι αυτοί (και ο κ. Ι. Θεοδωρακόπουλος) «καθαρευουστί» μάς κοπανάν ότι οι λόγιοι της διασποράς (π.χ. ο Κοραής και ο Ιγνάτιος), το Ανώτερο Ιερατείο (να πούμε ο Παλαιών Πατρών κι οι Δεσποτάδες), προσωπικότητες, ως λόγου χάρη ο Καποδίστριας, οι δύο Καραντζάδες και ο Κωλέττης, αυτοί λευτέρωσαν το έθνος!... Εμείς όμως θα τους πούμε, ότι ούτε σε κείνους που αυτοί μας λένε, οφείλει τίποτα το έθνος, ούτε απ’ αυτούς που μας το λένε περιμένει τίποτα – αυτό…

Μόνον ένας Φεραίος, τη λόγια (πριν από το 21) φάρα αυτή, των «Λόγιων της Διασποράς» και των φαρδομάνικων Ιεραρχών, μόνον αυτός την προανάκρουσε τη Λευτεριά κρατούσαν σπάθα. Οι άλλοι, αυτοί μακροημέρευσαν – πάντα τις «ελληνικούρες» τους κοπανώντας… Να, τι λέει πάνω σ’ αυτά, ο Γερμανός ιστορικός Κ. Μένδελσων Βαρθόλδη στην «Ιστορία της Ελλ. Επαναστάσεως», σελ.200:

«Ελευθερωταί αυτής (= της Ελλάδας) υπήρξαν ουχί σοφοί, ανατραφέντες παρά την εστίαν της κλασσικής αρχαιότητος, αλλ’ άνδρες εξ ακοής μόνον την αρχαιότητα γνωρίσαντες και μόλις μαθόντες ν’ αναγιγνώσκωσι και να γράφωσιν· ουχί φρόνιμοι και εύποροι (σ.σ.: όπως οι Αρχιερείς και οι Φαναριώτες), αλλ’ άνθρωποι από ευτελούς μόλις εργασίας, από ταριχείας ορτύγων και συλλογής ελαίων αποζώντες· άνδρες ουχί του καλάμου και της θεωρίας…» κλπ.

Αλλ’ ας μη σκάζαν, δεν θα –το 21– τους κατάνταε «παρακλαυσίθυρους» χειρότερων αφεντάδων. Θα, μετά την «απελευθέρωση», τους έκανε καρπαζοεισπράχτορες του κράτους. Η γραφειοκρατία (η πιο «κατεστημένικη» μορφή όλων των δουλειών του λαουντζίκου), θα τους έκανε μάτια μ’ σαν τους σημερινούς «τσικλομασάδες» Αμερικάνους. Θα μάθουν και το «εν ημικλάστω» αναφέρεσθαι προς τους απ’ αυτούς πληρωμένους του υπηρέτες. Και κάτω, μετά ένα «ευπειθέστατος», θα θέτουν την απολευτερωμένη υπογραφή τους: Λ’κάς Φοκοπήδαρους… (…)