Ποια είναι η διατύπωση που επαναλαμβάνεται σταθερά στο ποίημα; Είναι το «δεν ξέρει», εννοείται η μητέρα του. Παράξενη διατύπωση μέσα σ’ ένα ποίημα που μιλάει προπαντός για τη μητέρα του και σχεδόν την αποθεώνει. Όμως, αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τις γνώσεις της. Η μητέρα του «δεν ξέρει». Τί δεν ξέρει; «Δεν ξέρει τι είναι ο ήλιος», «Δεν ξέρει αν ήταν Σάββατο χτες» «δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα», δεν ξέρει «πως γίνεται» να είναι «η φωνή της καμπάνας γλυκιά». Μα δεν είναι μονάχα ότι «δεν ξέρει». Είναι και ότι «δεν άκουσε». «Δε άκουσε τίποτε για τις θερμοπυρηνικές δοκιμές». «Δεν ξέρει πως έγραψα ένα γράμμα στον Οπενχάιμερ», Μα ούτε «Κοιτώντας τον Παντοκράτορα» στην εκκλησία «ξέρει η μητέρα μου». «Δεν υποψιάζεται πως ο Παντοκράτορας βρίσκεται μες τον ίδιο τον άνθρωπο». Μιλώντας για τις ρυτίδες στο πρόσωπό του γράφει ότι «δεν ξέρει πως πάνω του διακρίνονται οι έντεκα κρεμάλες της Πράγας»[1] ή ακόμη «τροχιές απ’ τις σφαίρες που αυλάκωναν το όμορφο φως της πατρίδας μου».
Ο Βρεττάκος πραγματοποιεί μια κατάδυση στην καρδιακή περιοχή της μητέρας του σε άρρηκτη σχέση με τον ίδιο, όπως ήταν μικρός και όπως ήταν ενήλικας. Και καθώς σημειώνει τι δεν ξέρει η μητέρα του, μας ενημερώνει για τη δική του ζωή στιχουργικά και ποιητικά. Μας ζωγραφίζει την πορεία του ως ενήλικας, τα σημάδια των παθών, των αγώνων και των πόνων:
Έχει καιρό να μ’ αλλάξει, δεν ξέρει,
Δεν είδε τα πόδια μου που έχουν καεί.
Δεν ξέρει…πως περπάτησα στα νησιά των Χριστουγέννων με τους ψαράδες την ώρα/που οι σοφοί μελετούσαν πως/ να τσακίσουν τη ραχοκοκκαλιά/ της ανθρώπινης ευδοκίας».
Τα νησιά των Χριστουγέννων ή αλλιώς η γιορτή, τον ενέπνευσαν τη λέξη ε υ δ ο κ ί α, γιατί υπάρχει στο τροπάριο της ημέρας: «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Τον Βρεττάκο τον ενδιέφερε και η ειρήνη και η ευδοκία, που έχει τη σημασία της εύνοιας ή χάρης του Θεού στο προκείμενο τροπάριο, αλλά γενικότερα έχει τη σημασία της ευμένειας, της καλής θέλησης, της ευνοϊκής διάθεσης ή πραγματικότητας. Γενναία λοιπόν αντίθεση: αυτός με τους ψαράδες στα νησιά των Χριστουγέννων (επιλογή που βέβαια έχει τη σημασία της πέρα από τον τοπικό προσδιορισμό) και από την άλλη οι σοφοί που κάνουν κάτι διόλου σοφό: μελετούν να καταστρέψουν την ανθρώπινη ευδοκία, είτε με την χριστιανική σημασία, είτε με την γενικότερη.
Καθώς γράφει αυτό το ποίημα, καθώς περιγράφει την κατάσταση της μητέρας του, ταυτόχρονα της μιλάει, της λέει τί δεν ξέρει, αλλά και τί έχει περάσει o ίδιος:
«Στην πλευρά μου σφηνώθηκε/ μια πύρινη στήλη, πανύψηλη κι ούρλιαζα, δίχως/να με ακούν ούτε αυτοί που κοιμόντουσαν πλάι μου, ούτε/ κι ο γέρο-Ταύγετος, κουφός απ’ τα χρόνια». Το «κουφός απ’ τα χρόνια» σημαίνει γέρος. Πρόκειται για το βουνό που σε άλλο στίχο το λέει «παππού», τον εμπιστεύεται, στηρίζεται πάνω του, αντλεί απ’ τη βουνίσια δύναμή του. Κι ωστόσο κανένας δεν άκουε τις φωνές του, ούτε οι δικοί του άνθρωποι, οι συνοδοιπόροι του, ούτε το βουνό. Αβυσσαλέα μοναξιά.
Η μητέρα του, μας λέει, ούτε ξέρει τι είναι οι στίχοι. Ξέρει όμως τον Ταύγετο. Και ξέρει ότι «απ’ τη μια πλευρά είναι αυτή που στενάζει, κι απ’ την άλλη είναι ο Θεός». Ολοένα μέσα στην ποίηση του Βρεττάκου παραφυλάει ο Θεός, παρευρίσκεται, υποβάλλει, όπως ο Χριστός στην ποίηση του Λειβαδίτη.
Ανάμεσα στους στίχους αυτού του εξαιρετικού ποιήματος υπάρχουν και οι παρακάτω στίχοι. Τί είδους αγάπη τους συνέθεσε και τι είδους ποίηση; Τους παραθέτω:
Έχει τώρα σταυρώσει τα χέρια της, έχει
Σκύψει μ’ ευλάβεια-τόσο που πια
Το πρόσωπό της δεν φαίνεται κάτω απ’ τη μπόλια της,
Είναι ώρα πολλή που δεν έχει σαλέψει.
Σιγοψέλνει το πλήθος. Σηκώνει την όψη της
Μισανοίγουν τα χείλη της, σκάζει ένα φως.
Πως μπορεί ένα πρόσωπο που το σκάψαν οι αρμύρες,
Οι καιροί και τα πράγματα που ποτέ δεν θα μάθει,
Νάχει τόση γαλήνη; Πως γίνεται, αλήθεια,
Ν’ αναδίνουνε κάτι σαν άνθη οι ρυτίδες του;
Και ιδού οι τελευταίοι στίχοι:
Τώρα ξεντύνεται. Νύχτωσε. Θαρρείς πως στο βάθος
Κι ο έσπερος έβγαλε προσεχτικά τα καλά του.
Πως έξω στο σύμπαν όλα ξεντύνονται. Αύριο
Ξημερώνει μέρα καθημερινή.
Γύρισε η μητέρα του σπίτι. Ξεντύνεται, βγάζει τα καλά της, μα είναι σαν όλα να ξεντύνονται μαζί της, ο έσπερος κι ολάκερο το σύμπαν την ακολουθεί, την μιμείται ή γίνεται ένα μαζί της. Είναι αυτή το κέντρο. Όμως, τελικά, τι είναι αυτό που ξέρει η μητέρα του, ύστερα από όλα όσα δεν ξέρει, τα πολλά; Τι συλλαμβάνει στο ποίημα αυτό ο Βρεττάκος;
Συλλαμβάνει την αγάπη της μάννας, αυτής της μάννας των καιρών εκείνων, της χαροκαμένης μάννας, της σπαρτιάτισσας ή μανιάτισσας με τα τσεμπέρια, της μαυροφορεμένης, που κρατάει μέσαθέ της φυλαχτό εφ’ όρου ζωής το γιό της, το γιό που λείπει, που απουσιάζει, που καταδιώκεται, που αυτοεξορίζεται, που γράφει ποίηση που διαβάζει ολοένα-τον είδε που κουβαλούσε βιβλία χοντρά και είδε ακόμη «το λυχνάρι να χαράζει μια τομή στο σκοτάδι», καθώς «κρεμόταν εμπρός στο σκυμμένο του πρόσωπο».
Η μάννα λοιπόν αυτή δεν ξέρει τα επί μέρους, δεν ξέρει την περιπλάνηση του γιού της, το φευγιό του, τους αγώνες του, δεν ξέρει μήτε να διαβάζει μήτε να γράφει. Ωστόσο, ξέρει να πηγαίνει στην εκκλησία. Ξέρει να αφουγκράζεται ανάμεσα στις φωνές των σπουργιτιών, καθώς «θαρρεί πως ακούγεται ακόμη η παιδιάστικη του γιού της φωνή». Θυμάται, ολοένα θυμάται, γυρνάει πίσω στο χρόνο, όταν «τον κρατούσε απ’ το χέρι». Και τί άλλο ξέρει; Καθώς περνά δίπλα στη βρύση ξέρει ότι «τόσα χρόνια κι ούτε ένας φθόγγος δεν άλλαξε. Το νερό συνεχίζει να λέει τα ίδια/ τα ίδια, τα ίδια πράγματα πάντοτε».
Ο Βρεττάκος κοντεύει να χαλάσει το «πάντα ρει» του Ηράκλειτου. Ποιος το χαλάει; Η σχέση της μοναξιασμένης μάννας που ζει μέσα στο φυσικό κόσμο της υπαίθρου σαν σε φωλιά, σε μόνιμο καταφύγιο όπου όλα την υπηρετούν σταθερά και μόνιμα και εκείνη τα αγκαλιάζει με την αγάπη και την καρτερία της. Κι ωστόσο δεν είναι μονάχη της: συμβιώνει με τον απόντα γιό της, τον φέρει μέσαθέ της, εξακολουθούν να αποτελούν έναν άνθρωπο, εξακολουθούν να συνυπάρχουν παρά και πέρα βιολογικών και κοινωνικών νόμων. Την υπέρβαση αυτή μονάχα η αγάπη την κατορθώνει και ο Βρεττάκος είναι υμνητής της αγάπης. Τα φυσικά πράγματα ο ποιητής (αλήθεια μόνο ο Βρεττάκος;) τα προικίζει με μια αιωνιότητα. Δεν θέλει να πεθαίνουν. Δεν θέλει να εξαφανίζονται. Θέλει να ζουν στον τόπο που γεννήθηκε και τον οποίο υπεραγαπά γι’ αυτό και όταν τελειώνει η περίοδος των διωγμών και των παθών εκεί επιστρέφει σαν άλλος Οδυσσέας να φύγει όταν «βρεί ένα ήσυχο μέρος να κοιμηθεί» («Τα εφτά ελεγεία» Παλέρμο 1972).
Η μητέρα του, έτσι όπως την βλέπει στο ποίημα κι όπως την ξέρει «λιγνή και υψηλή μες στην άχνα των κεριών, ξεχωρίζοντας» σμίγει τη μοναξιά της με την περιβάλλουσα πλάση, φεγγάρι, ροδιές, χλόη, πλατάνια, βρύσες, νερά, κλωνάρι λεμονιάς, μέλισσες, ένα σύμπαν ολόκληρο είναι το δικό της σύμπαν και μέσα εκεί βασιλιάς με θύμηση και χωρίς θύμηση ο γιός της. Και εν μέσω όλων αυτών ο ήλιος για τον οποίο ή μάλλον για την σχέση της μάννα του μαζί του γράφει: «Τον φαντάζεται αγάπη που ανατέλλει στον ουρανό» (ο.π.). Νομίζω πως τέτοια μεταμόρφωση του ήλιου σε αγάπη πρώτη φορά γράφεται σε ποίημα.
Σ’ ένα κείμενο του Σαράντου Καργάκου με τίτλο «Η ελληνικότητα του Νικηφόρου Βρεττάκου» περιέχεται το παρακάτω απολύτως καίριο απόσπασμα:
«Ας αφήσουμε τις υψηλές έννοιες για πιο τρανούς κι ας σταθούμε σ’ αυτό που τόσο συχνά μνημόνευε στις συζητήσεις μας ο Βρεττάκος: στους κοινωνικούς θεσμούς. Η ελληνική οικογένεια-στη σωστή μορφή κι όχι στη διαλυμένη που δείχνει σήμερα-αποτελεί παράδειγμα για τους Δυτικούς, λόγω της ενότητας που δεν καταντά καταπιεστική. Επίσης και η ήμερη θρησκευτικότητα, η ποιητική θρησκευτικότητα που μας έδωσε με το περίφημο ποίημα ‘Η Μητέρα μου στην Εκκλησία’, αποτελεί αντίδοτο στη λύσσα της βίας, στον φανατισμό κάθε λογής, στον ασεβισμό, στον αμοραλισμό και στο στυγνό ορθολογισμό. Αυτή η μητέρα, που ‘κοιτάζει έναν έναν τους γερασμένους αγίους/σαν να ψάχνει να βρει με ποιόν μοιάζει ο γιός της’, είναι μια μικρή Παναγία που προσφέρει μια μητρική θρησκευτικότητα. Κι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος, αν μπορέσουμε κάποτε να νιώσουμε ‘πως ο Παντοκράτορας βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο’» (δες στον τόμο Φώτα και φωτισμοί του Νικηφόρου Βρεττάκου, Τετράδια Ευθύνης 33, σ.76).
Απόσπασμα από το βιβλίο του Σωτήρη Γουνελά Νικηφόρος Βρεττάκος, ο «αλήτης τ’ ουρανού», Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, 2024, σ.31-35.
(Η εικόνα ειναι Αντίγραφο που παραχωρήθηκε από το Αρχείο Βρεττάκου στη Σπάρτη (της πρώτης έκδοσης του 1981).